κρώπιον: Difference between revisions
Ἑαυτὸν οὐδεὶς ὁμολογεῖ κακοῦργος ὤν → Nemo maleficus se fatetur maleficum → Von sich gibt keiner zu, dass er ein Schurke ist
(6_21) |
(22) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κρώπιον''': τό, [[δρέπανον]], [[θέριστρον]], Φερεκύδ. (110) παρὰ [[Πολυδ]]. Ι΄, 128· παρ᾿ Ἡσύχ. κρώβιον. | |lstext='''κρώπιον''': τό, [[δρέπανον]], [[θέριστρον]], Φερεκύδ. (110) παρὰ [[Πολυδ]]. Ι΄, 128· παρ᾿ Ἡσύχ. κρώβιον. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κρώπιον]] και στον <b>Ησύχ.</b> κρώβιον, τὸ (Α)<br /><b>1.</b> δρέπανο<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[ἀξίνη]] [[δίστομος]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[κρώπιον]] προέρχεται πιθ. <span style="color: red;"><</span> <i>κρώψ</i>- και ανάγεται στην εκτεταμένηετεροιωμένη [[βαθμίδα]] (<i>s</i>)<i>kr</i><i>ō</i>-<i>p</i>- της ΙΕ ρίζας (<i>s</i>)<i>kre</i>-<i>p</i>-, που αποτελεί παρεκτεταμένη (με χειλικό -<i>ρ</i>-) [[μορφή]] της ρίζας (<i>s</i>)<i>kre</i>- «[[κόβω]]». (Πρόκειται για παράλληλη [[μορφή]] της ρίζας (<i>s</i>)<i>ker</i>-, <b>[[πρβλ]].</b> [[καρπός]] (Ι), [[σκέπαρνος]], [[σκορπίος]]). Το [[επίθημα]] -<i>ιον</i> της λ. <i>κρώπ</i>-<i>ιον</i> δηλώνει [[εργαλείο]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ακόντ</i>-<i>ιον</i>, <i>λυχν</i>-<i>ίον</i>, <i>χαλκ</i>-<i>ίον</i>). Η λ. συνδέεται με αρχ. ινδ. <i>kŗp</i><i>ā</i><i>na</i>- «[[ξίφος]]», μέσ. ιρλδ. <i>corran</i> «δρέπανο», λιθουαν. <i>kerpu</i>, <i>kirpti</i> «[[κόβω]]» και λατ. <i>carp</i><i>ō</i> «[[δρέπω]] καρπούς, [[καρπολογώ]]»]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:42, 29 September 2017
English (LSJ)
τό,
A scythe, bill-hook, Pherecyd.154 J.:—in Hsch. κρώβιον (κρόβ- cod.).
German (Pape)
[Seite 1517] τό, die Sichel; Pherecyd. bei Poll. 10, 128; Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
κρώπιον: τό, δρέπανον, θέριστρον, Φερεκύδ. (110) παρὰ Πολυδ. Ι΄, 128· παρ᾿ Ἡσύχ. κρώβιον.
Greek Monolingual
κρώπιον και στον Ησύχ. κρώβιον, τὸ (Α)
1. δρέπανο
2. (κατά τον Ησύχ.) «ἀξίνη δίστομος».
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κρώπιον προέρχεται πιθ. < κρώψ- και ανάγεται στην εκτεταμένηετεροιωμένη βαθμίδα (s)krō-p- της ΙΕ ρίζας (s)kre-p-, που αποτελεί παρεκτεταμένη (με χειλικό -ρ-) μορφή της ρίζας (s)kre- «κόβω». (Πρόκειται για παράλληλη μορφή της ρίζας (s)ker-, πρβλ. καρπός (Ι), σκέπαρνος, σκορπίος). Το επίθημα -ιον της λ. κρώπ-ιον δηλώνει εργαλείο (πρβλ. ακόντ-ιον, λυχν-ίον, χαλκ-ίον). Η λ. συνδέεται με αρχ. ινδ. kŗpāna- «ξίφος», μέσ. ιρλδ. corran «δρέπανο», λιθουαν. kerpu, kirpti «κόβω» και λατ. carpō «δρέπω καρπούς, καρπολογώ»].