μυελαυξής: Difference between revisions

From LSJ

Ἔστιν τι κἀν κακοῖσιν ἡδονῆς μέτρον → Voluptas aliqua inest vel infortunio → Es wohnt im Leid auch ein begrenztes Maß an Lust

Menander, Monostichoi, 182
(6_7)
(26)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μυελαυξής''': -ές, ὁ αὐξάνων τὸν [[μυελόν]], ὁ τρέφων αὐτόν, Ἡσύχ.
|lstext='''μυελαυξής''': -ές, ὁ αὐξάνων τὸν [[μυελόν]], ὁ τρέφων αὐτόν, Ἡσύχ.
}}
{{grml
|mltxt=[[μυελαυξής]], -ές (Α)<br />αυτός που συμβάλλει στην [[αύξηση]] του μυελού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μυελός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>αυξής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[αὐξάνω]]), <b>πρβλ.</b> <i>νεο</i>-<i>αυξής</i>, <i>πολυ</i>-<i>αυξής</i>].
}}
}}

Revision as of 12:00, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μυελαυξής Medium diacritics: μυελαυξής Low diacritics: μυελαυξής Capitals: ΜΥΕΛΑΥΞΗΣ
Transliteration A: myelauxḗs Transliteration B: myelauxēs Transliteration C: myelafksis Beta Code: muelauch/s

English (LSJ)

ές,

   A increasing the marrow, τροφή Hsch.

German (Pape)

[Seite 213] ές, Mark vermehrend, τροφή, Hesych., wo aber μυελαύξῃ steht.

Greek (Liddell-Scott)

μυελαυξής: -ές, ὁ αὐξάνων τὸν μυελόν, ὁ τρέφων αὐτόν, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

μυελαυξής, -ές (Α)
αυτός που συμβάλλει στην αύξηση του μυελού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μυελός + -αυξής (< αὐξάνω), πρβλ. νεο-αυξής, πολυ-αυξής].