παρακομιδή: Difference between revisions
Τύχη τέχνην ὤρθωσεν, οὐ τέχνη τύχην → Artem fortuna, non ars fortunam erigit → Das Glück erhöht die Kunst und nicht die Kunst das Glück
(6_11) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''παρακομῐδή''': ἡ, τὸ μεταβιβάζειν, μεταβίβασις, [[μεταφορά]], Θουκ. 7. 28· π. ποιεῖσθαι τῶν ἀναγκαίων Πολύβ. 10. 10, 13· ― [[συμπλήρωσις]], τοῦ χάρακος ὁ αὐτ. 18. 1, 4, ΙΙ. (ἐκ τοῦ παθ.) τὸ μεταβαίνειν ἢ περαιοῦσθαι εἰς τὸ [[ἀντιπέραν]] [[μέρος]], διάβασις, ἡ π. ἡ ἐς τὴν Σικελίαν Θουκ. 5. 5, πρβλ. Πολύβ. 3. 43, 3, κτλ. | |lstext='''παρακομῐδή''': ἡ, τὸ μεταβιβάζειν, μεταβίβασις, [[μεταφορά]], Θουκ. 7. 28· π. ποιεῖσθαι τῶν ἀναγκαίων Πολύβ. 10. 10, 13· ― [[συμπλήρωσις]], τοῦ χάρακος ὁ αὐτ. 18. 1, 4, ΙΙ. (ἐκ τοῦ παθ.) τὸ μεταβαίνειν ἢ περαιοῦσθαι εἰς τὸ [[ἀντιπέραν]] [[μέρος]], διάβασις, ἡ π. ἡ ἐς τὴν Σικελίαν Θουκ. 5. 5, πρβλ. Πολύβ. 3. 43, 3, κτλ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ῆς (ἡ) :<br /><b>1</b> action de transporter, transport;<br /><b>2</b> traversée, trajet.<br />'''Étymologie:''' [[παρακομίζω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:05, 9 August 2017
English (LSJ)
ἡ,
A transportation, conveyance, τῶν ἐπιτηδείων ἐκ τῆς Εὐβοίας Th.7.28, cf. PRev.Laws 48.11 (iii B.C.), etc.; ποιεῖσθαι τὴν π. τῶν ἀναγκαίων Plb. 10.10.13; bringing up, τοῦ χάρακος Id.18.18.4. II (from Pass.) going or sailing across, passage, transit, ἡ π. ἡ ἐς τὴν Σικελίαν Th.5.5, cf. Plb.3.43.3, etc.
German (Pape)
[Seite 484] ἡ, das Daneben-, Herbeitragen, die Zufuhr, ἐπιτηδείων u. ä., Pol. 10, 10, 13; – das Hinfahren, Ueberfahren, ἡ ἐς τὴν Σικελίαν, Thuc. 5, 5; παρακομιδὴν ποιεῖσθαι, überfahren, Pol. 5, 5, 3 u. öfter; διὰ τοῦ πόρου, 3, 43, 3.
Greek (Liddell-Scott)
παρακομῐδή: ἡ, τὸ μεταβιβάζειν, μεταβίβασις, μεταφορά, Θουκ. 7. 28· π. ποιεῖσθαι τῶν ἀναγκαίων Πολύβ. 10. 10, 13· ― συμπλήρωσις, τοῦ χάρακος ὁ αὐτ. 18. 1, 4, ΙΙ. (ἐκ τοῦ παθ.) τὸ μεταβαίνειν ἢ περαιοῦσθαι εἰς τὸ ἀντιπέραν μέρος, διάβασις, ἡ π. ἡ ἐς τὴν Σικελίαν Θουκ. 5. 5, πρβλ. Πολύβ. 3. 43, 3, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
1 action de transporter, transport;
2 traversée, trajet.
Étymologie: παρακομίζω.