ὀρσόλοπος: Difference between revisions
From LSJ
αὐτόχειρες οὔτε τῶν ἀγαθῶν οὔτε τῶν κακῶν γίγνονται τῶν συμβαινόντων αὐτοῖς → for not with their own hands do they deal out the blessings and curses that befall us
(6_17) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀρσόλοπος''': -ον, ὁ εἰς μάχην ὁρμῶν, [[ὁρμητικός]], [[θυελλώδης]], ἐπίθ. τοῦ Ἄρεως, Ἀνακρ. 74. (Ἡ [[ἐτυμολογία]] [[ἄγνωστος]]· [[διότι]] ἡ ἐκ τοῦ ὄρσαι λόφον, ὀρθοῦν τὸν λόφον ἢ τὴν χαίτην, [[εἶναι]] βεβιασμένη). | |lstext='''ὀρσόλοπος''': -ον, ὁ εἰς μάχην ὁρμῶν, [[ὁρμητικός]], [[θυελλώδης]], ἐπίθ. τοῦ Ἄρεως, Ἀνακρ. 74. (Ἡ [[ἐτυμολογία]] [[ἄγνωστος]]· [[διότι]] ἡ ἐκ τοῦ ὄρσαι λόφον, ὀρθοῦν τὸν λόφον ἢ τὴν χαίτην, [[εἶναι]] βεβιασμένη). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />turbulent, batailleur.<br />'''Étymologie:''' [[ὄρνυμι]], [[λέπω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:05, 9 August 2017
English (LSJ)
ον, perh.
A eager for the fray, tempestuous, epith. of Ares, Anacr.70.
German (Pape)
[Seite 387] zum Angriff geneigt, kriegerisch, unruhig, Anacr. bei Hephaest. p. 51 (nach Einigen von ὄρνυμι u. λοπός, λόφος, mähnensträubend?). Man hat auch ὀρσοπόλος vermuthet, wie ὀρσοπολέομαι v. l. von ὀρσολοπέομαι ist.
Greek (Liddell-Scott)
ὀρσόλοπος: -ον, ὁ εἰς μάχην ὁρμῶν, ὁρμητικός, θυελλώδης, ἐπίθ. τοῦ Ἄρεως, Ἀνακρ. 74. (Ἡ ἐτυμολογία ἄγνωστος· διότι ἡ ἐκ τοῦ ὄρσαι λόφον, ὀρθοῦν τὸν λόφον ἢ τὴν χαίτην, εἶναι βεβιασμένη).