λιθουργός: Difference between revisions
Βίος βίου δεόμενος οὐκ ἔστιν βίος → Non est vitalis vita victus indigens → Kein Leben ist ein Leben ohne Unterhalt
(6_14) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λῐθουργός''': ὁ, (*[[ἔργω]]) ὁ ἐργαζόμενος τὸν λίθον, [[λιθοξόος]], Ἀριστοφ. Ὄρν. 1134, Θουκ. 4. 69., 5. 82· συνδυαζόμενον [[μετὰ]] τοῦ [[ἀνδριαντοποιός]], Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 6. 7, 1. 2) σιδήρια λιθουργά, τοῦ λιθοξόου τὰ ἐργαλεῖα, Θουκ. 4. 4. | |lstext='''λῐθουργός''': ὁ, (*[[ἔργω]]) ὁ ἐργαζόμενος τὸν λίθον, [[λιθοξόος]], Ἀριστοφ. Ὄρν. 1134, Θουκ. 4. 69., 5. 82· συνδυαζόμενον [[μετὰ]] τοῦ [[ἀνδριαντοποιός]], Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 6. 7, 1. 2) σιδήρια λιθουργά, τοῦ λιθοξόου τὰ ἐργαλεῖα, Θουκ. 4. 4. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ός, όν :<br /><b>1</b> qui sert à travailler la pierre;<br /><b>2</b> ὁ [[λιθουργός]] tailleur de pierres.<br />'''Étymologie:''' [[λίθος]], [[ἔργον]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:01, 9 August 2017
English (LSJ)
ὁ,
A stone-mason, Ar.Av.1134, Th.4.69, 5.82, etc.; sculptor in marble, opp. ἀνδριαντοποιός (in bronze), Arist.EN1141a10, cf.Supp.Epigr.3.464 (Thess., iv B.C.). 2 σιδήρια λιθουργά a stone-mason's tools, Th.4.4.
German (Pape)
[Seite 46] Steine bearbeitend, behauend, Thuc. 4, 69, σιδήρια, 4, 4; neben τέκτονες, Plut. Pericl. 12; Bildhauer, Arist. eth. 6, 7.
Greek (Liddell-Scott)
λῐθουργός: ὁ, (*ἔργω) ὁ ἐργαζόμενος τὸν λίθον, λιθοξόος, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1134, Θουκ. 4. 69., 5. 82· συνδυαζόμενον μετὰ τοῦ ἀνδριαντοποιός, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 6. 7, 1. 2) σιδήρια λιθουργά, τοῦ λιθοξόου τὰ ἐργαλεῖα, Θουκ. 4. 4.
French (Bailly abrégé)
ός, όν :
1 qui sert à travailler la pierre;
2 ὁ λιθουργός tailleur de pierres.
Étymologie: λίθος, ἔργον.