εὐγεώργητος: Difference between revisions

From LSJ

βορβόρῳ δ' ὕδωρ λαμπρὸν μιαίνων οὔποθ' εὑρήσεις ποτόνonce limpid waters are stained with mud, you'll never find a drink

Source
(6_17)
(14)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''εὐγεώργητος''': -ον, ὁ εὐκόλως καλλιεργούμενος, [[νῆσος]] Σκύλαξ σ. 9, Σχόλ. εἰς Σοφ. Ἀντ. 575.
|lstext='''εὐγεώργητος''': -ον, ὁ εὐκόλως καλλιεργούμενος, [[νῆσος]] Σκύλαξ σ. 9, Σχόλ. εἰς Σοφ. Ἀντ. 575.
}}
{{grml
|mltxt=[[εὐγεώργητος]], -ον (Α)<br />(για [[τόπο]]) αυτός που εύκολα καλλιεργείται.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>γεωργητος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γεωργώ]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>α</i>-<i>γεώργητος</i>].
}}
}}

Revision as of 06:33, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐγεώργητος Medium diacritics: εὐγεώργητος Low diacritics: ευγεώργητος Capitals: ΕΥΓΕΩΡΓΗΤΟΣ
Transliteration A: eugeṓrgētos Transliteration B: eugeōrgētos Transliteration C: evgeorgitos Beta Code: eu)gew/rghtos

English (LSJ)

ον,

   A easy to cultivate, Sch.S.Ant.569:—also εὐγέωργ-ος, ον, Scyl.24.

Greek (Liddell-Scott)

εὐγεώργητος: -ον, ὁ εὐκόλως καλλιεργούμενος, νῆσος Σκύλαξ σ. 9, Σχόλ. εἰς Σοφ. Ἀντ. 575.

Greek Monolingual

εὐγεώργητος, -ον (Α)
(για τόπο) αυτός που εύκολα καλλιεργείται.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -γεωργητος (< γεωργώ), πρβλ. α-γεώργητος].