ἐπιβιβρώσκω: Difference between revisions

From LSJ

τῆς αἰδοῦς ὀλίγην ποιήσασθαι φειδώ → to have little consideration for self-respect

Source
(6_3)
(13)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπιβιβρώσκω''': [[τρώγω]] τι μετ’ [[ἄλλο]], ἐπὶ δὲ γλυκὺ [[κηρίον]] ἔβρως (ἀόρ. β') Καλλ. εἰς Δία 49: - μετοχ. παθ. πρκμ. ἐπιβεβρωμένος, τῆς πόας ἐπιβεβρωμένης… ὑπὸ τῶν καμήλων Γαλην. τ. 14. σ. 74, 10.
|lstext='''ἐπιβιβρώσκω''': [[τρώγω]] τι μετ’ [[ἄλλο]], ἐπὶ δὲ γλυκὺ [[κηρίον]] ἔβρως (ἀόρ. β') Καλλ. εἰς Δία 49: - μετοχ. παθ. πρκμ. ἐπιβεβρωμένος, τῆς πόας ἐπιβεβρωμένης… ὑπὸ τῶν καμήλων Γαλην. τ. 14. σ. 74, 10.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐπιβιβρώσκω]] (Α)<br />[[κατατρώγω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[βιβρώσκω]] «[[τρώγω]]»].
}}
}}

Revision as of 07:10, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιβιβρώσκω Medium diacritics: ἐπιβιβρώσκω Low diacritics: επιβιβρώσκω Capitals: ΕΠΙΒΙΒΡΩΣΚΩ
Transliteration A: epibibrṓskō Transliteration B: epibibrōskō Transliteration C: epivivrosko Beta Code: e)pibibrw/skw

English (LSJ)

   A eat with a thing, ἐπὶ δὲ γλυκὺ κηρίον ἔβρως (aor. 2) Call.Jov.49; ἐπιβεβρωμένος eaten off at the top, Gal.14.74; -βρωθέντα eaten afterwards, Dsc.Eup.2.140.

German (Pape)

[Seite 929] (s. βιβρώσκω), dazu essen, in tmesi, Callim. Iov. 49. (s. βιβρώσκω), noch dazu essen, Galen. Als Tmesis rechnet man Callim. Iov. 49 hierher.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιβιβρώσκω: τρώγω τι μετ’ ἄλλο, ἐπὶ δὲ γλυκὺ κηρίον ἔβρως (ἀόρ. β') Καλλ. εἰς Δία 49: - μετοχ. παθ. πρκμ. ἐπιβεβρωμένος, τῆς πόας ἐπιβεβρωμένης… ὑπὸ τῶν καμήλων Γαλην. τ. 14. σ. 74, 10.

Greek Monolingual

ἐπιβιβρώσκω (Α)
κατατρώγω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + βιβρώσκω «τρώγω»].