νωτεύς: Difference between revisions
From LSJ
Οὐ λύσῃς, ὦ ξένε, τόν ἐν τῆ οἰκία φίλον; (Ου λύσης, ω ξένε, τον εν τη οικία φίλον) → Won't you release the friend?
(6_8) |
(27) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''νωτεύς''': έως, ὁ, [[νωτοφόρος]] [[ἡμίονος]], [[Πολυδ]]. Β΄, 180· «[[νωτεύς]]· οἱ ἀχθοφορικοὶ ἡμίονοι» Ἡσύχ., οἱ δὲ ἕλκοντες [[ἄχθος]] καὶ ὄντες ὑπὸ ζυγὸν ἐκαλοῦντο ζύγιοι, [[αὐτόθι]]. | |lstext='''νωτεύς''': έως, ὁ, [[νωτοφόρος]] [[ἡμίονος]], [[Πολυδ]]. Β΄, 180· «[[νωτεύς]]· οἱ ἀχθοφορικοὶ ἡμίονοι» Ἡσύχ., οἱ δὲ ἕλκοντες [[ἄχθος]] καὶ ὄντες ὑπὸ ζυγὸν ἐκαλοῦντο ζύγιοι, [[αὐτόθι]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[νωτεύς]], -έως, ὁ (Α)<br />[[αχθοφόρος]] [[ημίονος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νῶτον]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>εύς</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ιππ</i>-<i>εύς</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:05, 29 September 2017
English (LSJ)
έως, ὁ,
A beast of burden, Poll.2.180, Hsch.
German (Pape)
[Seite 273] ὁ, der auf dem Rücken Tragende, VLL.
Greek (Liddell-Scott)
νωτεύς: έως, ὁ, νωτοφόρος ἡμίονος, Πολυδ. Β΄, 180· «νωτεύς· οἱ ἀχθοφορικοὶ ἡμίονοι» Ἡσύχ., οἱ δὲ ἕλκοντες ἄχθος καὶ ὄντες ὑπὸ ζυγὸν ἐκαλοῦντο ζύγιοι, αὐτόθι.
Greek Monolingual
νωτεύς, -έως, ὁ (Α)
αχθοφόρος ημίονος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νῶτον + κατάλ. -εύς (πρβλ. ιππ-εύς)].