Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

χωρογράφος: Difference between revisions

From LSJ
Aristotle, Nicomachean Ethics, 5.30
(6_3)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''χωρογράφος''': [ᾰ], -ον, ὁ περιγράφων χώρας, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸν εἰδικώτερον ἐργαζόμενον τοπογράφον (τὸν περιγράφοντα τοὺς κατὰ [[μέρος]] τόπους), ὡς καὶ πρὸς τὸν γενικώτερον ἐργαζόμενον γεωγράφον, Στράβ. 9.
|lstext='''χωρογράφος''': [ᾰ], -ον, ὁ περιγράφων χώρας, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸν εἰδικώτερον ἐργαζόμενον τοπογράφον (τὸν περιγράφοντα τοὺς κατὰ [[μέρος]] τόπους), ὡς καὶ πρὸς τὸν γενικώτερον ἐργαζόμενον γεωγράφον, Στράβ. 9.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />géographe <i>ou</i> historien qui fait la description d’un pays.<br />'''Étymologie:''' [[χώρα]], [[γράφω]].
}}
}}

Revision as of 19:47, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χωρογράφος Medium diacritics: χωρογράφος Low diacritics: χωρογράφος Capitals: ΧΩΡΟΓΡΑΦΟΣ
Transliteration A: chōrográphos Transliteration B: chōrographos Transliteration C: chorografos Beta Code: xwro/grafos

English (LSJ)

(parox.), ον,

   A describing countries. opp. to the more special term τοπογράφος (describing the single places), as well as to the still more general term γεωγράφος, Str.1.1.16.

German (Pape)

[Seite 1388] Länder, Gegenden beschreibend, Strab. u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

χωρογράφος: [ᾰ], -ον, ὁ περιγράφων χώρας, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸν εἰδικώτερον ἐργαζόμενον τοπογράφον (τὸν περιγράφοντα τοὺς κατὰ μέρος τόπους), ὡς καὶ πρὸς τὸν γενικώτερον ἐργαζόμενον γεωγράφον, Στράβ. 9.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
géographe ou historien qui fait la description d’un pays.
Étymologie: χώρα, γράφω.