ἀρίστευμα: Difference between revisions
From LSJ
πᾶσα γυνὴ τοῦ λύχνου ἀρθέντος ἡ αὐτή ἐστι → all women are the same in the dark, all women are the same when the lights go out
(6_21) |
(big3_6) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀρίστευμα''': τό, = [[ἀριστεία]], ἔνδοξον [[κατόρθωμα]], «ἔργοις καλλίστοις, καὶ τροπαίοις, καὶ νίκαις, καὶ τοῖς λοιποῖς ἀριστεύμασιν» Γεωπ. Προοίμ. 2, Εὐστ. 115. 14. | |lstext='''ἀρίστευμα''': τό, = [[ἀριστεία]], ἔνδοξον [[κατόρθωμα]], «ἔργοις καλλίστοις, καὶ τροπαίοις, καὶ νίκαις, καὶ τοῖς λοιποῖς ἀριστεύμασιν» Γεωπ. Προοίμ. 2, Εὐστ. 115. 14. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ματος, τό [[hazaña]] Eust.115.14. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:17, 21 August 2017
English (LSJ)
[ᾰ], ατος, τό,
A = ἀριστεία, deed of prowess, Eust.115.14 (pl.), Gp.Praef.2 (pl.).
German (Pape)
[Seite 352] τό, = ἀριστεία, Eustath.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρίστευμα: τό, = ἀριστεία, ἔνδοξον κατόρθωμα, «ἔργοις καλλίστοις, καὶ τροπαίοις, καὶ νίκαις, καὶ τοῖς λοιποῖς ἀριστεύμασιν» Γεωπ. Προοίμ. 2, Εὐστ. 115. 14.
Spanish (DGE)
-ματος, τό hazaña Eust.115.14.