ἐχείδιον: Difference between revisions

From LSJ

Φεῦγ' ἡδονὴν φέρουσαν ὕστερον βλάβην → Procul voluptas sit ea, quam excipit dolor → Lass nicht auf Lust dich ein, die später Schaden bringt

Menander, Monostichoi, 532
(6_22)
(15)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐχείδιον''': τό, ὑποκορ. τοῦ [[ἔχις]], μικρὰ [[ἔχιδνα]], «[[ἐχείδιον]], [[ὀφείδιον]]» Σουΐδ., πρβλ. καὶ Ζωναρ.
|lstext='''ἐχείδιον''': τό, ὑποκορ. τοῦ [[ἔχις]], μικρὰ [[ἔχιδνα]], «[[ἐχείδιον]], [[ὀφείδιον]]» Σουΐδ., πρβλ. καὶ Ζωναρ.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐχείδιον]] και [[ἐχίδιον]], τὸ (Α)<br />(υποκορ. του [[ἔχις]]) μικρή [[έχιδνα]], [[οχιά]], οχίτσα.
}}
}}

Revision as of 07:15, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐχείδιον Medium diacritics: ἐχείδιον Low diacritics: εχείδιον Capitals: ΕΧΕΙΔΙΟΝ
Transliteration A: echeídion Transliteration B: echeidion Transliteration C: echeidion Beta Code: e)xei/dion

English (LSJ)

τό, Dim. of ἔχις,

   A little adder, Suid. s.v. ἔχις; cf. ἐχίδιον.

Greek (Liddell-Scott)

ἐχείδιον: τό, ὑποκορ. τοῦ ἔχις, μικρὰ ἔχιδνα, «ἐχείδιον, ὀφείδιον» Σουΐδ., πρβλ. καὶ Ζωναρ.

Greek Monolingual

ἐχείδιον και ἐχίδιον, τὸ (Α)
(υποκορ. του ἔχις) μικρή έχιδνα, οχιά, οχίτσα.