ἀγακλειτός: Difference between revisions
(6_10) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀγακλειτός''': -ή, -όν, = τῷ προηγ. παρ’ Ὁμ. καὶ Ἡσ. τὸ πλεῖστον ὡς ἐπίθ. ἀνθρώπων· = [[ἔνδοξος]]. (Ἰλ. Μ, 101. ― ἐπίκουροι, Φ. 530· πυλαωροί, Ὀδ. Ρ. 370· [[βασίλεια]] (Πηνελόπη), Γαλάτεια, Ἰλ. Σ. 45. Τυρσηνοὶί, Ἡσ. Θεογ. 1015). 2) ἐπὶ πραγμάτων· ἀγακλειτὴ [[ἑκατόμβη]], Ὀδ. Γ. 59· ἀγ. [[πάθος]] Ἡρακλέους, Σοφ. Τρ. 854 (ἐν λυρ.) πρβλ. [[ἀγακλυτός]]. | |lstext='''ἀγακλειτός''': -ή, -όν, = τῷ προηγ. παρ’ Ὁμ. καὶ Ἡσ. τὸ πλεῖστον ὡς ἐπίθ. ἀνθρώπων· = [[ἔνδοξος]]. (Ἰλ. Μ, 101. ― ἐπίκουροι, Φ. 530· πυλαωροί, Ὀδ. Ρ. 370· [[βασίλεια]] (Πηνελόπη), Γαλάτεια, Ἰλ. Σ. 45. Τυρσηνοὶί, Ἡσ. Θεογ. 1015). 2) ἐπὶ πραγμάτων· ἀγακλειτὴ [[ἑκατόμβη]], Ὀδ. Γ. 59· ἀγ. [[πάθος]] Ἡρακλέους, Σοφ. Τρ. 854 (ἐν λυρ.) πρβλ. [[ἀγακλυτός]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> très illustre;<br /><b>2</b> magnifique (hécatombe) ; <i>en mauv. part</i> extraordinaire.<br />'''Étymologie:''' [[ἄγαν]], [[κλειτός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:21, 9 August 2017
English (LSJ)
ή, όν, = foreg., of men, Il.2.564, Hes.Th.1016, etc. 2 of things, ἀ. ἑκατόμβη Od.3.59; πάθος S.Tr.854 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 7] ή, όν, dasselbe p. (ἕνδοξος), Hom. Beiw. von Helden, auch ἐπίκουροι Il. 12, 161, πυλαωροί 21, 536, Γαλάτεια Iliad. 18, 45, βασίλεια Odyss. 17, 376. 468. 18, 351. 21, 275, ἑκατόμβη Od. 3, 59. 7, 262; – Hes. Τυρσηνοί Theog. 1015; Soph. πάθος Ἡρακλέους Tr. 852, ch.; öfter bei Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀγακλειτός: -ή, -όν, = τῷ προηγ. παρ’ Ὁμ. καὶ Ἡσ. τὸ πλεῖστον ὡς ἐπίθ. ἀνθρώπων· = ἔνδοξος. (Ἰλ. Μ, 101. ― ἐπίκουροι, Φ. 530· πυλαωροί, Ὀδ. Ρ. 370· βασίλεια (Πηνελόπη), Γαλάτεια, Ἰλ. Σ. 45. Τυρσηνοὶί, Ἡσ. Θεογ. 1015). 2) ἐπὶ πραγμάτων· ἀγακλειτὴ ἑκατόμβη, Ὀδ. Γ. 59· ἀγ. πάθος Ἡρακλέους, Σοφ. Τρ. 854 (ἐν λυρ.) πρβλ. ἀγακλυτός.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 très illustre;
2 magnifique (hécatombe) ; en mauv. part extraordinaire.
Étymologie: ἄγαν, κλειτός.