φύκης: Difference between revisions

From LSJ

σοὶ μὲν παιδιὰν τοῦτ' εἶναι, ἐμοὶ δὲ θάνατον → This is sport to you but death to me (Aristotle, Eudemian Ethics 1243a20)

Source
(6_19)
(45)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''φύκης''': -ου, ὁ ([[φῦκος]]) [[ἰχθὺς]] ζῶν ἐκ τῶν φυκίων, τρώγων φύκη, «φύκ~ια» τῆς θαλάσσης, Ἀριστ. περὶ τὰ Ζῷα Ἱστ. 6. 13, 8· ― ὁ [[θῆλυς]] ἐκαλεῖτο φῡκίς, ίδος, Ἐπίχ. παρ’ Ἀθην. 319C, Μνησίμαχ. ἐν «Ἱπποτρόφῳ» 1. 38, πρβλ. Ἀριστ. ἔνθ’ ἀνωτ., 8. 2, 29, Ἀντιφάν. ἐν «Κύκλωπι» 1· φυκίδες ἐφθαὶ Ἀναξανδρίδης ἐν «Πρωτεσιλάῳ» 1, 49· ἀλλ’ ὁ Ἄλεξις ἐν «Κρατεύᾳ» 1. 12 καὶ 13, μνημονεύει τὰ δύο φυκὶς καὶ [[φύκης]] ὡς εἰ ἦσαν διάφορα τὸ [[εἶδος]], ἴδε σημ. Κοραῆ εἰς Ξενοκρ. σ. 93.
|lstext='''φύκης''': -ου, ὁ ([[φῦκος]]) [[ἰχθὺς]] ζῶν ἐκ τῶν φυκίων, τρώγων φύκη, «φύκ~ια» τῆς θαλάσσης, Ἀριστ. περὶ τὰ Ζῷα Ἱστ. 6. 13, 8· ― ὁ [[θῆλυς]] ἐκαλεῖτο φῡκίς, ίδος, Ἐπίχ. παρ’ Ἀθην. 319C, Μνησίμαχ. ἐν «Ἱπποτρόφῳ» 1. 38, πρβλ. Ἀριστ. ἔνθ’ ἀνωτ., 8. 2, 29, Ἀντιφάν. ἐν «Κύκλωπι» 1· φυκίδες ἐφθαὶ Ἀναξανδρίδης ἐν «Πρωτεσιλάῳ» 1, 49· ἀλλ’ ὁ Ἄλεξις ἐν «Κρατεύᾳ» 1. 12 καὶ 13, μνημονεύει τὰ δύο φυκὶς καὶ [[φύκης]] ὡς εἰ ἦσαν διάφορα τὸ [[εἶδος]], ἴδε σημ. Κοραῆ εἰς Ξενοκρ. σ. 93.
}}
{{grml
|mltxt=ὁ, Α<br />[[είδος]] ψαριού που ζει [[ανάμεσα]] στα [[φύκη]] («διαφέρει ὁ [[ἄρρην]] [[φύκης]] τῆς θηλείας τῷ [[μελάντερος]] [[εἶναι]] καὶ μείζους ἔχειν τὰς λεπίδας», <b>Αριστοτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φῦκος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ης</i> τών πρωτόκλιτων αρσ.].
}}
}}

Revision as of 12:49, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φύκης Medium diacritics: φύκης Low diacritics: φύκης Capitals: ΦΥΚΗΣ
Transliteration A: phýkēs Transliteration B: phykēs Transliteration C: fykis Beta Code: fu/khs

English (LSJ)

[ῡ], ου, ὁ, (φῦκος) a fish

   A living in seaweed, prob. a species of wrasse, Labrus, Arist.HA567b20:—the female was φῡκίς, ίδος, Mnesim.4.38 (anap.), Arist.HA567b19, 591b13, Antiph.132.8 (anap.), Anaxandr.41.49 (anap.), Numen. ap. Ath.7.282a: but Alex. 110.12,13, distinguishes φυκίς and φύκης.

Greek (Liddell-Scott)

φύκης: -ου, ὁ (φῦκος) ἰχθὺς ζῶν ἐκ τῶν φυκίων, τρώγων φύκη, «φύκ~ια» τῆς θαλάσσης, Ἀριστ. περὶ τὰ Ζῷα Ἱστ. 6. 13, 8· ― ὁ θῆλυς ἐκαλεῖτο φῡκίς, ίδος, Ἐπίχ. παρ’ Ἀθην. 319C, Μνησίμαχ. ἐν «Ἱπποτρόφῳ» 1. 38, πρβλ. Ἀριστ. ἔνθ’ ἀνωτ., 8. 2, 29, Ἀντιφάν. ἐν «Κύκλωπι» 1· φυκίδες ἐφθαὶ Ἀναξανδρίδης ἐν «Πρωτεσιλάῳ» 1, 49· ἀλλ’ ὁ Ἄλεξις ἐν «Κρατεύᾳ» 1. 12 καὶ 13, μνημονεύει τὰ δύο φυκὶς καὶ φύκης ὡς εἰ ἦσαν διάφορα τὸ εἶδος, ἴδε σημ. Κοραῆ εἰς Ξενοκρ. σ. 93.

Greek Monolingual

ὁ, Α
είδος ψαριού που ζει ανάμεσα στα φύκη («διαφέρει ὁ ἄρρην φύκης τῆς θηλείας τῷ μελάντερος εἶναι καὶ μείζους ἔχειν τὰς λεπίδας», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < φῦκος + κατάλ. -ης τών πρωτόκλιτων αρσ.].