διαλυτικός: Difference between revisions
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
(6_10) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''διαλῠτικός''': -ή, -όν, [[ἐπιτήδειος]] πρὸς διάλυσιν, τινος Πλάτ. Πολιτ. 281Α, Τιμ. 60Β· χαλαρωτικός, νότοι Ἱππ. Ἀφ. 1247.-Ἐπίρρ. -κῶς, Ἀριστ. Τοπ. 7. 3, 7. | |lstext='''διαλῠτικός''': -ή, -όν, [[ἐπιτήδειος]] πρὸς διάλυσιν, τινος Πλάτ. Πολιτ. 281Α, Τιμ. 60Β· χαλαρωτικός, νότοι Ἱππ. Ἀφ. 1247.-Ἐπίρρ. -κῶς, Ἀριστ. Τοπ. 7. 3, 7. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br />propre à dissoudre, gén..<br />'''Étymologie:''' [[διαλύω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:52, 9 August 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A able to sever, τινός (sc. τέχνη) Pl.Plt.281a; destructive, Id.Ti.60b; opp. γεννητικός, Phld.D.3.9. Adv. -κῶς Arist.Top.153b32. II Medic., relaxing, νότοι Hp.Aph.3.5. III embodying a settlement or compromise, ὁμολογία PMasp.154.1 (vi A. D.).
German (Pape)
[Seite 588] ή, όν, zum Auflösen geneigt, auflösend, τινός, Hippocr.; Plat. Tim. 60 b.
Greek (Liddell-Scott)
διαλῠτικός: -ή, -όν, ἐπιτήδειος πρὸς διάλυσιν, τινος Πλάτ. Πολιτ. 281Α, Τιμ. 60Β· χαλαρωτικός, νότοι Ἱππ. Ἀφ. 1247.-Ἐπίρρ. -κῶς, Ἀριστ. Τοπ. 7. 3, 7.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
propre à dissoudre, gén..
Étymologie: διαλύω.