λάλαξ: Difference between revisions
From LSJ
ὑμῖν ἔξεστι εὐδαίμοσι γενέσθαι → to you it is permitted to be joyful, it is permitted to be happy, it is permitted to be fortunate, vobis licet esse beatis
(6_4) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λάλᾰξ''': ᾰγος, ὁ, [[κεκράκτης]], «φωνακλᾶς»˙ [[ὄνομα]] τοῦ χλωροῦ (πρασίνου) βατράχου, (ἄλλως κερβέρου), Ἡσύχ.˙ πρβλ. [[βάβαξ]]. Πρβλ. [[λαλέω]]˙ - κατά τινας καὶ [[εἶδος]] ὀρνέου, Ἡσύχ. ἐν λέξ. λάλαγες. | |lstext='''λάλᾰξ''': ᾰγος, ὁ, [[κεκράκτης]], «φωνακλᾶς»˙ [[ὄνομα]] τοῦ χλωροῦ (πρασίνου) βατράχου, (ἄλλως κερβέρου), Ἡσύχ.˙ πρβλ. [[βάβαξ]]. Πρβλ. [[λαλέω]]˙ - κατά τινας καὶ [[εἶδος]] ὀρνέου, Ἡσύχ. ἐν λέξ. λάλαγες. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=αγος (ὁ) :<br />le « jaseur » :<br /><b>1</b> grenouille verte, <i>animal</i>;<br /><b>2</b> sorte d’oiseau.<br />'''Étymologie:''' [[λαλέω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:01, 9 August 2017
English (LSJ)
[λᾰλ], ᾰγος, ὁ,
A babbler, croaker: a name of the green frog (κέρβερος), and of a bird, Hsch.; cf. βάβαξ.
German (Pape)
[Seite 9] αγος, ὁ, der Schwätzer, Schreier, vom laut quakenden grünen Wasserfrosch, Hesych. – Bei Leon. Tar. 55 Geschwätz, wofür Anth. Pal. VII, 198 πάταγος steht.
Greek (Liddell-Scott)
λάλᾰξ: ᾰγος, ὁ, κεκράκτης, «φωνακλᾶς»˙ ὄνομα τοῦ χλωροῦ (πρασίνου) βατράχου, (ἄλλως κερβέρου), Ἡσύχ.˙ πρβλ. βάβαξ. Πρβλ. λαλέω˙ - κατά τινας καὶ εἶδος ὀρνέου, Ἡσύχ. ἐν λέξ. λάλαγες.
French (Bailly abrégé)
αγος (ὁ) :
le « jaseur » :
1 grenouille verte, animal;
2 sorte d’oiseau.
Étymologie: λαλέω.