προμέτωπος: Difference between revisions

From LSJ

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source
(6_18)
(34)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''προμέτωπος''': -ον, ὁ ἔχων προεξέχον [[μέτωπον]], Ἐρωτιαν. 384.
|lstext='''προμέτωπος''': -ον, ὁ ἔχων προεξέχον [[μέτωπον]], Ἐρωτιαν. 384.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[προμέτωπος]], -ον, ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το προμέτωπο</i><br />[[κατασκεύασμα]] της παλαιότερης οχυρωτικής για την [[ενίσχυση]] πολυγωνικής χάραξης<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που έχει προεξέχον [[μέτωπο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[μέτωπος]] (<span style="color: red;"><</span> [[μέτωπον]])].
}}
}}

Revision as of 12:22, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προμέτωπος Medium diacritics: προμέτωπος Low diacritics: προμέτωπος Capitals: ΠΡΟΜΕΤΩΠΟΣ
Transliteration A: prométōpos Transliteration B: prometōpos Transliteration C: prometopos Beta Code: prome/twpos

English (LSJ)

ον,

   A with prominent forehead, Erot. s.v. φοξοί.

Greek (Liddell-Scott)

προμέτωπος: -ον, ὁ ἔχων προεξέχον μέτωπον, Ἐρωτιαν. 384.

Greek Monolingual

-η, -ο / προμέτωπος, -ον, ΝΑ
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το προμέτωπο
κατασκεύασμα της παλαιότερης οχυρωτικής για την ενίσχυση πολυγωνικής χάραξης
αρχ.
αυτός που έχει προεξέχον μέτωπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + -μέτωπος (< μέτωπον)].