λησίμβροτος: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ δὴ τρέφον με τοῦτ' ἐγὼ λέγω θεόν → Denn ich bezeichne das, was mich ernährt, als Gott → Denn was mir Nahrung gibt, bezeichne ich als Gott

Menander, Monostichoi, 490
(6_15)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''λησίμβροτος''': -ον, ([[λήθω]], βροτὸς) ὁ διαφεύγων τὴν προσοχὴν τῶν ἀνθρώπων, καταλαμβάνων αὐτοὺς [[ἐξαίφνης]], [[ἀπατεών]], [[κλέπτης]], Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 339.
|lstext='''λησίμβροτος''': -ον, ([[λήθω]], βροτὸς) ὁ διαφεύγων τὴν προσοχὴν τῶν ἀνθρώπων, καταλαμβάνων αὐτοὺς [[ἐξαίφνης]], [[ἀπατεών]], [[κλέπτης]], Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 339.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui trompe les mortels, trompeur, voleur.<br />'''Étymologie:''' [[λανθάνω]], [[βροτός]].
}}
}}

Revision as of 20:01, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λησίμβροτος Medium diacritics: λησίμβροτος Low diacritics: λησίμβροτος Capitals: ΛΗΣΙΜΒΡΟΤΟΣ
Transliteration A: lēsímbrotos Transliteration B: lēsimbrotos Transliteration C: lisimvrotos Beta Code: lhsi/mbrotos

English (LSJ)

ον, (λήθω, βροτός)

   A taking men unawares, cheat, thief, h.Merc.339.

German (Pape)

[Seite 40] ὁ, der die Menschen heimlich beschleicht, ein Dieb, Betrüger, H. h. Merc. 339.

Greek (Liddell-Scott)

λησίμβροτος: -ον, (λήθω, βροτὸς) ὁ διαφεύγων τὴν προσοχὴν τῶν ἀνθρώπων, καταλαμβάνων αὐτοὺς ἐξαίφνης, ἀπατεών, κλέπτης, Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 339.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui trompe les mortels, trompeur, voleur.
Étymologie: λανθάνω, βροτός.