στράπτω: Difference between revisions
From LSJ
καὶ τῇ ὧν λέγεις καὶ φθέγγῃ ἡρωικῇ ἀληθείᾳ ἀρκούμενος, εὐζωήσεις → and satisfied with heroic truth in every word and sound which you utter, you will live happy
(6_14) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''στράπτω''': μέλλ. -ψω, σπανιώτερον καὶ νεώτερον τοῦ [[ἀστράπτω]], Σοφ. Ο. Κ. 1515, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 544· μεταφορ., νόῳ Ἀνθ. Π. 8. 23· σοφίῃ [[αὐτόθι]] 125. 2) [[μετὰ]] συστοίχ. αἰτ., αἴγλην Ὀρφ. Ὕμν. 19. 2· μαρμαρυγὴν Ὀππ. Κυν. 3. 349. | |lstext='''στράπτω''': μέλλ. -ψω, σπανιώτερον καὶ νεώτερον τοῦ [[ἀστράπτω]], Σοφ. Ο. Κ. 1515, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 544· μεταφορ., νόῳ Ἀνθ. Π. 8. 23· σοφίῃ [[αὐτόθι]] 125. 2) [[μετὰ]] συστοίχ. αἰτ., αἴγλην Ὀρφ. Ὕμν. 19. 2· μαρμαρυγὴν Ὀππ. Κυν. 3. 349. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=éclairer, lancer des éclairs.<br />'''Étymologie:''' cf. [[ἀστράπτω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:10, 9 August 2017
English (LSJ)
rarer and later for ἀστράπτω,
A lighten, flash, S.OC1515, A.R.1.544; metaph., νοεραῖς σ. τομαῖς Dam.Pr.122. 2 c. acc. cogn., αἴγλην Orph.H.19.2; μαρμαρυγήν Opp.C.3.349.
German (Pape)
[Seite 950] = ἀστράπτω, blitzen, Soph. O. C. 1511 u. einzeln bei, sp. D., wie Ap. Rh. 1, 544.
Greek (Liddell-Scott)
στράπτω: μέλλ. -ψω, σπανιώτερον καὶ νεώτερον τοῦ ἀστράπτω, Σοφ. Ο. Κ. 1515, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 544· μεταφορ., νόῳ Ἀνθ. Π. 8. 23· σοφίῃ αὐτόθι 125. 2) μετὰ συστοίχ. αἰτ., αἴγλην Ὀρφ. Ὕμν. 19. 2· μαρμαρυγὴν Ὀππ. Κυν. 3. 349.
French (Bailly abrégé)
éclairer, lancer des éclairs.
Étymologie: cf. ἀστράπτω.