ῥήδην: Difference between revisions

From LSJ

ὑπὸ δὲ οἴστρου ἀεὶ ἑλκομένη ψυχή → a soul always dragged along by the fury of passion

Source
(6_6)
(36)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ῥήδην''': Ἐπίρρ. μόνον ἐν τῷ Μεγ. Ἐτυμολ. 363. 42, ὡς συνθετικὸν [[μέρος]] τῆς συνθέτου λέξεως [[διαρρήδην]].
|lstext='''ῥήδην''': Ἐπίρρ. μόνον ἐν τῷ Μεγ. Ἐτυμολ. 363. 42, ὡς συνθετικὸν [[μέρος]] τῆς συνθέτου λέξεως [[διαρρήδην]].
}}
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>επίρρ.</b> ρητώς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> Ο τ. απαντά μόνο στο <i>Μέγα Ετυμολογικόν Λεξικόν</i> [[προς]] [[δήλωση]] του β' συνθετικού του τ. <i>δια</i>-<i>ρρήδην</i>].
}}
}}

Revision as of 12:26, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥήδην Medium diacritics: ῥήδην Low diacritics: ρήδην Capitals: ΡΗΔΗΝ
Transliteration A: rhḗdēn Transliteration B: rhēdēn Transliteration C: ridin Beta Code: r(h/dhn

English (LSJ)

Adv. only in A.D.Adv.198.15, EM363.42, as part of the compd.διαρρήδην. ῥήδιος,

   A v. ῥᾴδιος. ῥηδίων· καρούχων, ῥαιδίων, Hsch. ῥηθῆναι, ῥηθήσομαι, v. ἐρῶ. ῥηΐδιος, v. ῥᾴδιος. ῥηΐζω, v. ῥαΐζω. ῥήϊστος, ῥηΐτατος, ῥηΐτερος, v. ῥᾴδιος.

Greek (Liddell-Scott)

ῥήδην: Ἐπίρρ. μόνον ἐν τῷ Μεγ. Ἐτυμολ. 363. 42, ὡς συνθετικὸν μέρος τῆς συνθέτου λέξεως διαρρήδην.

Greek Monolingual

Α
επίρρ. ρητώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Ο τ. απαντά μόνο στο Μέγα Ετυμολογικόν Λεξικόν προς δήλωση του β' συνθετικού του τ. δια-ρρήδην].