πρόσχισμα: Difference between revisions

From LSJ

πατρὶς γάρ ἐστι πᾶσ' ἵν' ἂν πράττῃ τις εὖ → homeland is where life is good | homeland is where it is good | ubi bene, ibi patria

Source
(6_21)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πρόσχισμα''': τό, [[εἶδος]] ὑποδήματος ἐσχισμένου εἰς τὸ [[ἔμπροσθεν]] [[μέρος]] (ἐσχισμένον ἐκ τῶν [[ἔμπροσθεν]] Ἡσύχ.), Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 670· ― ἀλλὰ παρ’ Ἀριστ. φαίνεται ὅτι σημαίνει τὸ πρόσθιον [[μέρος]] τοῦ ὑποδήματος, [[διότι]] ἦτο ἐσχισμένον, Ρητ. 2. 19, 10, Προβλ. 30. 8, 3.
|lstext='''πρόσχισμα''': τό, [[εἶδος]] ὑποδήματος ἐσχισμένου εἰς τὸ [[ἔμπροσθεν]] [[μέρος]] (ἐσχισμένον ἐκ τῶν [[ἔμπροσθεν]] Ἡσύχ.), Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 670· ― ἀλλὰ παρ’ Ἀριστ. φαίνεται ὅτι σημαίνει τὸ πρόσθιον [[μέρος]] τοῦ ὑποδήματος, [[διότι]] ἦτο ἐσχισμένον, Ρητ. 2. 19, 10, Προβλ. 30. 8, 3.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />sorte de chaussure fendue par devant.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[σχίζω]].
}}
}}

Revision as of 19:55, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρόσχισμα Medium diacritics: πρόσχισμα Low diacritics: πρόσχισμα Capitals: ΠΡΟΣΧΙΣΜΑ
Transliteration A: próschisma Transliteration B: proschisma Transliteration C: proschisma Beta Code: pro/sxisma

English (LSJ)

ατος, τό, a kind of shoe,

   A slit in front (ἐσχισμένον ἐκ τῶν ἔμπροσθεν Hsch.), Ar.Fr.842.    II the forepart of the shoe, from its being slit, Arist.Rh.1392a31, Pr.956b4.

German (Pape)

[Seite 789] τό, der Spalt, Schlitz; ein Theil vom Schuhe, od. eine Art Schuhe mit einem Schlitz, Hesych.; vgl. Arist. rhet. 2, 19, wo neben einander als Theile des Schuhes genannt werden πρόσχισμα, κεφαλίς, χιτών, u. problem. 30, 8; Poll. 7, 91. τό, der Spalt, Schlitz; ein Theil vom Schuhe, od. eine Art Schuhe mit einem Schlitz, Hesych.; vgl. Arist. rhet. 2, 19, wo neben einander als Theile des Schuhes genannt werden πρόσχισμα, κεφαλίς, χιτών, u. problem. 30, 8; Poll. 7, 91.

Greek (Liddell-Scott)

πρόσχισμα: τό, εἶδος ὑποδήματος ἐσχισμένου εἰς τὸ ἔμπροσθεν μέρος (ἐσχισμένον ἐκ τῶν ἔμπροσθεν Ἡσύχ.), Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 670· ― ἀλλὰ παρ’ Ἀριστ. φαίνεται ὅτι σημαίνει τὸ πρόσθιον μέρος τοῦ ὑποδήματος, διότι ἦτο ἐσχισμένον, Ρητ. 2. 19, 10, Προβλ. 30. 8, 3.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
sorte de chaussure fendue par devant.
Étymologie: πρό, σχίζω.