ἀτάρβητος: Difference between revisions

From LSJ

οὔπω Ζεὺς αὐχένα λοξὸν ἔχειZeus has not yet turned his neck aside

Source
(6_16)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀτάρβητος''': -ον, [[ἄφοβος]], ἄτρομος, ἐνὶ στήθεσσιν [[ἀτάρβητος]] [[νόος]] ἐστὶν Ἰλ. Γ. 63· πρβλ. Ἡσ. Ἀσπ. 110, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 196. - Ἐπίρρ. ἀτάρβητα (γ΄ πλ. τοῦ οὐδ.), ἐχθρῶν δ’ [[ὕβρις]] ὧδ’ ἀτάρβητα ὁρμᾶται Σοφ. Αἴ. 197, κατὰ δὲ Σουίδ, «ἀταρβήτως, ἀντὶ τοῦ [[ἀνειμένως]] παρὰ Σοφοκλεῖ»· ἀλλ’ ἴδε ἐκτενῆ σημ. Jebb ἐν τόπῳ. ΙΙ. ὃν δὲν φοβεῖται τις, κάματοι Ἐπιγρ. Ἑλλ. 831. 2.
|lstext='''ἀτάρβητος''': -ον, [[ἄφοβος]], ἄτρομος, ἐνὶ στήθεσσιν [[ἀτάρβητος]] [[νόος]] ἐστὶν Ἰλ. Γ. 63· πρβλ. Ἡσ. Ἀσπ. 110, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 196. - Ἐπίρρ. ἀτάρβητα (γ΄ πλ. τοῦ οὐδ.), ἐχθρῶν δ’ [[ὕβρις]] ὧδ’ ἀτάρβητα ὁρμᾶται Σοφ. Αἴ. 197, κατὰ δὲ Σουίδ, «ἀταρβήτως, ἀντὶ τοῦ [[ἀνειμένως]] παρὰ Σοφοκλεῖ»· ἀλλ’ ἴδε ἐκτενῆ σημ. Jebb ἐν τόπῳ. ΙΙ. ὃν δὲν φοβεῖται τις, κάματοι Ἐπιγρ. Ἑλλ. 831. 2.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><i>c.</i> [[ἀταρβής]].
}}
}}

Revision as of 19:49, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀτάρβητος Medium diacritics: ἀτάρβητος Low diacritics: ατάρβητος Capitals: ΑΤΑΡΒΗΤΟΣ
Transliteration A: atárbētos Transliteration B: atarbētos Transliteration C: atarvitos Beta Code: a)ta/rbhtos

English (LSJ)

ον, = foreg.,

   A ἐνὶ στήθεσσιν ἀ. νόος ἐστίν Il.3.63, cf. Hes.Sc.110, A.Fr.199: neut. pl. as Adv., ὕβρις ἀτάρβητα ὁρμᾶται stalks abroad without fear, S.Aj. 196. Adv. -τως Suid.    II not dreaded, κάματοι IG14.1003.2, cf. ib.7.96.

German (Pape)

[Seite 383] dasselbe, νόος Il. 3, 63; Aesch. frg. 182; Soph. Ai. 195.

Greek (Liddell-Scott)

ἀτάρβητος: -ον, ἄφοβος, ἄτρομος, ἐνὶ στήθεσσιν ἀτάρβητος νόος ἐστὶν Ἰλ. Γ. 63· πρβλ. Ἡσ. Ἀσπ. 110, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 196. - Ἐπίρρ. ἀτάρβητα (γ΄ πλ. τοῦ οὐδ.), ἐχθρῶν δ’ ὕβρις ὧδ’ ἀτάρβητα ὁρμᾶται Σοφ. Αἴ. 197, κατὰ δὲ Σουίδ, «ἀταρβήτως, ἀντὶ τοῦ ἀνειμένως παρὰ Σοφοκλεῖ»· ἀλλ’ ἴδε ἐκτενῆ σημ. Jebb ἐν τόπῳ. ΙΙ. ὃν δὲν φοβεῖται τις, κάματοι Ἐπιγρ. Ἑλλ. 831. 2.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
c. ἀταρβής.