στρατόπεδον: Difference between revisions

From LSJ

ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone

Source
(6_22)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''στρᾰτόπεδον''': τό, τὸ [[ἔδαφος]] ἐφ’ οὗ οἱ στρατιῶται καταλύουσιν, Ἡρόδ. 5. 63, Αἰσχύλ. Θήβ. 79· [[οὕτως]] ἐν Ἡροδ. 2. 154, Στρατόπεδα καλεῖται [[μέρος]] τι τῆς Αἰγύπτου, πρβλ. 112· - [[ἐντεῦθεν]], στρατὸς καταλύσας που, ἐστρατοπεδευμένος, ὁ αὐτ. 4. 114, Σοφ. Φιλ. 10, κτλ.· ἐπὶ ἀμφοτέρων τῶν σημασιῶν, Θουκ. 3. 81. 2) ἐν Ρώμῃ, τὰ Castra Praetoriana. ΙΙ. [[καθόλου]], [[στρατός]], [[στράτευμα]], Ἡρόδ. 1. 76, 9. 51, 53· [[ὡσαύτως]], [[στόλος]] πλοίων, ναυτικὴ [[μοῖρα]], ὁ αὐτ. 8. 94, Θουκ. 1.117, Λυσ. 162. 9· στρ. ναυτικὰ καὶ πεζικὰ Ξεν. Ἑλλ. 6. 3, 18. 2) τὸ Ἑλληνικὸν [[ὄνομα]] τῆς παρὰ Ρωμαίοις λεγεῶνος, Πολύβ. 1. 16, 2, κτλ. ΙΙΙ. ἡ [[ἀκολουθία]] τοῦ αὐτοκράτορος ἢ τοῦ ἀντιπροσώπου [[αὐτοῦ]], Βυζ.
|lstext='''στρᾰτόπεδον''': τό, τὸ [[ἔδαφος]] ἐφ’ οὗ οἱ στρατιῶται καταλύουσιν, Ἡρόδ. 5. 63, Αἰσχύλ. Θήβ. 79· [[οὕτως]] ἐν Ἡροδ. 2. 154, Στρατόπεδα καλεῖται [[μέρος]] τι τῆς Αἰγύπτου, πρβλ. 112· - [[ἐντεῦθεν]], στρατὸς καταλύσας που, ἐστρατοπεδευμένος, ὁ αὐτ. 4. 114, Σοφ. Φιλ. 10, κτλ.· ἐπὶ ἀμφοτέρων τῶν σημασιῶν, Θουκ. 3. 81. 2) ἐν Ρώμῃ, τὰ Castra Praetoriana. ΙΙ. [[καθόλου]], [[στρατός]], [[στράτευμα]], Ἡρόδ. 1. 76, 9. 51, 53· [[ὡσαύτως]], [[στόλος]] πλοίων, ναυτικὴ [[μοῖρα]], ὁ αὐτ. 8. 94, Θουκ. 1.117, Λυσ. 162. 9· στρ. ναυτικὰ καὶ πεζικὰ Ξεν. Ἑλλ. 6. 3, 18. 2) τὸ Ἑλληνικὸν [[ὄνομα]] τῆς παρὰ Ρωμαίοις λεγεῶνος, Πολύβ. 1. 16, 2, κτλ. ΙΙΙ. ἡ [[ἀκολουθία]] τοῦ αὐτοκράτορος ἢ τοῦ ἀντιπροσώπου [[αὐτοῦ]], Βυζ.
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br /><b>1</b> le sol sur lequel campe une armée, campement, camp;<br /><b>2</b> troupe campée, armée dans un camp ; armée <i>en gén. ; p. anal.</i> flotte.<br />'''Étymologie:''' [[στρατός]], [[πέδον]].
}}
}}

Revision as of 20:07, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στρᾰτόπεδον Medium diacritics: στρατόπεδον Low diacritics: στρατόπεδον Capitals: ΣΤΡΑΤΟΠΕΔΟΝ
Transliteration A: stratópedon Transliteration B: stratopedon Transliteration C: stratopedon Beta Code: strato/pedon

English (LSJ)

τό,

   A camp, encampment, Id.5.63, A. Th. 79 (lyr.), S.Ph.10, Gal.15.709; Στρατόπεδα, name of a part of Egypt, Hdt.2.154, cf. 112: hence, encamped army, Id.4.114, Gal.15.119, etc.; in both senses, Th.2.81.    2 at Rome, the Castra Praetoriana, D.C. 60.1, al.    II generally, army, Hdt.1.77, 9.51,53; also, squadron of ships, Id.8.94, Th.1.117, Lys.21.6, IG12.105.29; σ. ναυτικὰ καὶ πεζικά X.HG6.3.18.    2 the Roman legion, Plb.1.16.2, BGU362 xi 15 (iii A.D.), D.C.55.23, etc.    III the court or suite of the emperor or his representative, Jul.Ep.46.

German (Pape)

[Seite 952] τό, eigtl. der Boden, auf dem die Krieger sich gelagert haben (s. Her. 2, 154 u. nom. propr.), das Heerlager; μεθεῖται στρατὸς στρατόπεδον λιπών, Aesch. Spt. 79, Soph. Phil. 10; Eur. Rhes. 593 u. öfter, Her. u. sonst in Prosa gelagertes Heer, übh. Heerschaar, στρατοπέδῳ πορεύεσθαι, Isocr. 4, 87; συνταράττειν τὸ στρ., 4, 147; τάξαι τὸ στρατόπεδον, Plat. Legg. III, 687 a, der auch gegenüberstellt εἴτε πόλει εἴτε στρατοπέδῳ, Rep. I, 351 e, auch die Flotte, Thuc. 1, 117; Lys. 21, 6; Xen. Cyr. 3, 3, 27 u. öfter; bei Pol. auch die röm. legio, 1, 16, 2. 26. 6.

Greek (Liddell-Scott)

στρᾰτόπεδον: τό, τὸ ἔδαφος ἐφ’ οὗ οἱ στρατιῶται καταλύουσιν, Ἡρόδ. 5. 63, Αἰσχύλ. Θήβ. 79· οὕτως ἐν Ἡροδ. 2. 154, Στρατόπεδα καλεῖται μέρος τι τῆς Αἰγύπτου, πρβλ. 112· - ἐντεῦθεν, στρατὸς καταλύσας που, ἐστρατοπεδευμένος, ὁ αὐτ. 4. 114, Σοφ. Φιλ. 10, κτλ.· ἐπὶ ἀμφοτέρων τῶν σημασιῶν, Θουκ. 3. 81. 2) ἐν Ρώμῃ, τὰ Castra Praetoriana. ΙΙ. καθόλου, στρατός, στράτευμα, Ἡρόδ. 1. 76, 9. 51, 53· ὡσαύτως, στόλος πλοίων, ναυτικὴ μοῖρα, ὁ αὐτ. 8. 94, Θουκ. 1.117, Λυσ. 162. 9· στρ. ναυτικὰ καὶ πεζικὰ Ξεν. Ἑλλ. 6. 3, 18. 2) τὸ Ἑλληνικὸν ὄνομα τῆς παρὰ Ρωμαίοις λεγεῶνος, Πολύβ. 1. 16, 2, κτλ. ΙΙΙ. ἡ ἀκολουθία τοῦ αὐτοκράτορος ἢ τοῦ ἀντιπροσώπου αὐτοῦ, Βυζ.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
1 le sol sur lequel campe une armée, campement, camp;
2 troupe campée, armée dans un camp ; armée en gén. ; p. anal. flotte.
Étymologie: στρατός, πέδον.