ἀπαρακάλυπτος: Difference between revisions

From LSJ

λαγὼς τὸν περὶ τῶν κρεῶν τρέχει → save one's bacon, save one's neck, save one's skin

Source
(6_16)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀπαρακάλυπτος''': -ον, [[ἀκάλυπτος]], [[ἄκρυπτος]], [[φανερός]], γυμνὴ καὶ ἀπ. [[κατηγορία]] Ἡλιόδ. 10. 29. - Ἐπίρρ. -τως, φανερῶς, Πλάτ. Πολ. 538C, Εὐθύδ. 294D. - Συγκρ. -ότερον Δίων Κ. 67. 3.
|lstext='''ἀπαρακάλυπτος''': -ον, [[ἀκάλυπτος]], [[ἄκρυπτος]], [[φανερός]], γυμνὴ καὶ ἀπ. [[κατηγορία]] Ἡλιόδ. 10. 29. - Ἐπίρρ. -τως, φανερῶς, Πλάτ. Πολ. 538C, Εὐθύδ. 294D. - Συγκρ. -ότερον Δίων Κ. 67. 3.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />non voilé, non caché, ouvert.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[παρακαλύπτω]].
}}
}}

Revision as of 19:48, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπαρακάλυπτος Medium diacritics: ἀπαρακάλυπτος Low diacritics: απαρακάλυπτος Capitals: ΑΠΑΡΑΚΑΛΥΠΤΟΣ
Transliteration A: aparakályptos Transliteration B: aparakalyptos Transliteration C: aparakalyptos Beta Code: a)paraka/luptos

English (LSJ)

[κᾰ], ον,

   A undisguised, γυμνὴ καὶ ἀ. κατηγορία Hld. 10.29. Adv. -τως Pl.R.538c, Euthd.294d: Comp. -ότερον D.C.67.3.    2 open-hearted, ἀ. τὰς ψυχάς Ptol.Tetr.155.

German (Pape)

[Seite 279] unverhüllt, κεφαλή Plut. qu. Rom. 11; unverhohlen, adv., ἐρωτᾶν Plat. Euthyd. 294 d; Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπαρακάλυπτος: -ον, ἀκάλυπτος, ἄκρυπτος, φανερός, γυμνὴ καὶ ἀπ. κατηγορία Ἡλιόδ. 10. 29. - Ἐπίρρ. -τως, φανερῶς, Πλάτ. Πολ. 538C, Εὐθύδ. 294D. - Συγκρ. -ότερον Δίων Κ. 67. 3.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
non voilé, non caché, ouvert.
Étymologie: ἀ, παρακαλύπτω.