κατακλινής: Difference between revisions
ἡ δὲ γεωργία πέττει καὶ ἐνεργὸν ποιεῖ τὴν τροφήν → tillage brings to maturity and calls into action the nutritive properties of the soil
(6_7) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κατακλῐνής''': -ές, κατακεκλιμένος ἢ ἀνακείμενος ἐπὶ κλίνης, [[κλινήρης]], [[κλινοπετής]], Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ Γ´, 1096, Πολύβ. 31. 21, 7. ΙΙ. [[κατωφερής]], [[κατάντης]], ἐπικλινής, ἀταρπὸς Ἀνθ. Π. παράρτ. 48∙ [[γεώλοφος]] ἡρέμα κ. Διον. Ἁλ. 5. 38. | |lstext='''κατακλῐνής''': -ές, κατακεκλιμένος ἢ ἀνακείμενος ἐπὶ κλίνης, [[κλινήρης]], [[κλινοπετής]], Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ Γ´, 1096, Πολύβ. 31. 21, 7. ΙΙ. [[κατωφερής]], [[κατάντης]], ἐπικλινής, ἀταρπὸς Ἀνθ. Π. παράρτ. 48∙ [[γεώλοφος]] ἡρέμα κ. Διον. Ἁλ. 5. 38. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ής, ές :<br /><b>1</b> couché;<br /><b>2</b> incliné, qui va en pente.<br />'''Étymologie:''' [[κατακλίνω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:00, 9 August 2017
English (LSJ)
ές,
A bed-ridden, Hp.Epid.3.17.β, PRyl.124.26(i A. D.), dub. l. in Plb.31.13.7. II sloping, ἀταρπός Leonid. ap. Stob.4.52.28; γεώλοφος D.H.5.38. 2 hanging down, Thphr.CP2.9.11.
German (Pape)
[Seite 1353] ές, hingestreckt liegend, auf dem Bette, von Kranken, Pol. 31, 21, 7; – abschüssig, ἀταρπός Leon. Tar. 68 (App. 48); ἐπὶ γεωλόφου τινὸς ἠρέμα κατακλινοῦς D. Hal. 5, 38.
Greek (Liddell-Scott)
κατακλῐνής: -ές, κατακεκλιμένος ἢ ἀνακείμενος ἐπὶ κλίνης, κλινήρης, κλινοπετής, Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ Γ´, 1096, Πολύβ. 31. 21, 7. ΙΙ. κατωφερής, κατάντης, ἐπικλινής, ἀταρπὸς Ἀνθ. Π. παράρτ. 48∙ γεώλοφος ἡρέμα κ. Διον. Ἁλ. 5. 38.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
1 couché;
2 incliné, qui va en pente.
Étymologie: κατακλίνω.