βοῦνις: Difference between revisions
From LSJ
(6_12) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''βοῦνις''': -ιδος, ἡ, [[βουνώδης]], Ἀπίαν βοῦνιν Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 117˙ κλητ., ἰὼ γᾱ βοῦνι, πάνδικον [[σέβας]] (ὡς ὁ Paley ἀντὶ βουνῖτι ἔνδικον) [[αὐτόθι]] 776. | |lstext='''βοῦνις''': -ιδος, ἡ, [[βουνώδης]], Ἀπίαν βοῦνιν Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 117˙ κλητ., ἰὼ γᾱ βοῦνι, πάνδικον [[σέβας]] (ὡς ὁ Paley ἀντὶ βουνῖτι ἔνδικον) [[αὐτόθι]] 776. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>seul. voc.</i> βοῦνι <i>et acc.</i> βοῦνιν;<br /><i>adj. f.</i><br />couvert <i>ou</i> accidenté de collines.<br />'''Étymologie:''' [[βουνός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:50, 9 August 2017
English (LSJ)
ιδος, ἡ,
A hilly, Ἀπίαν βοῦνιν A.Supp.117 (lyr.); voc. ἰὼ γᾶ βοῦνι, πάνδικον σέβας (prob. for βουνῖτι ἔνδικον) ib.776 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 458] ιδος, ἡ, hügelig, γῆ Aesch. Suppl. 117. 128.
Greek (Liddell-Scott)
βοῦνις: -ιδος, ἡ, βουνώδης, Ἀπίαν βοῦνιν Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 117˙ κλητ., ἰὼ γᾱ βοῦνι, πάνδικον σέβας (ὡς ὁ Paley ἀντὶ βουνῖτι ἔνδικον) αὐτόθι 776.
French (Bailly abrégé)
seul. voc. βοῦνι et acc. βοῦνιν;
adj. f.
couvert ou accidenté de collines.
Étymologie: βουνός.