καρπωτός: Difference between revisions
πενία μόνα τὰς τέχνας ἐγείρει → poverty alone promotes skilled work, necessity is the mother of invention, necessity is the mother of all invention, poverty is the mother of invention, out of necessity comes invention, out of necessity came invention, frugality is the mother of invention
(6_15) |
(19) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''καρπωτός''': -όν, ([[καρπὸς]] Β)·―ὁ [[μέχρι]] τοῦ καρποῦ καθικνούμενος, καρ. [[χιτών]], ἔχων χειρῖδας [[μέχρι]] τῶν καρπῶν τῶν χειρῶν, Ἑβδ. (Β' Βασιλ. ΙΓ', 18, 19)· πρβλ. [[χειριδωτός]]. | |lstext='''καρπωτός''': -όν, ([[καρπὸς]] Β)·―ὁ [[μέχρι]] τοῦ καρποῦ καθικνούμενος, καρ. [[χιτών]], ἔχων χειρῖδας [[μέχρι]] τῶν καρπῶν τῶν χειρῶν, Ἑβδ. (Β' Βασιλ. ΙΓ', 18, 19)· πρβλ. [[χειριδωτός]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[καρπωτός]], -όν (Α)<br />αυτός που φθάνει [[μέχρι]] τον καρπό του χεριού («χιτὼν [[καρπωτός]]» — [[χιτώνας]] που έχει [[μανίκια]] [[μέχρι]] τον καρπό του χεριού, ΠΔ).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[καρπός]] (ΙΙ) <span style="color: red;">+</span> -[[ωτός]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>αγκυλ</i>-[[ωτός]], <i>δικτυ</i>-[[ωτός]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:21, 29 September 2017
English (LSJ)
όν, (καρπός B)
A reaching to the wrist, κ. Χιτών a coat with sleeves down to the wrist, LXX 2 Ki.13.18, 19.
German (Pape)
[Seite 1329] bis an die Vorderhand reichend, χιτών, ein Unterkleid mit langen Aermeln, LXX.
Greek (Liddell-Scott)
καρπωτός: -όν, (καρπὸς Β)·―ὁ μέχρι τοῦ καρποῦ καθικνούμενος, καρ. χιτών, ἔχων χειρῖδας μέχρι τῶν καρπῶν τῶν χειρῶν, Ἑβδ. (Β' Βασιλ. ΙΓ', 18, 19)· πρβλ. χειριδωτός.
Greek Monolingual
καρπωτός, -όν (Α)
αυτός που φθάνει μέχρι τον καρπό του χεριού («χιτὼν καρπωτός» — χιτώνας που έχει μανίκια μέχρι τον καρπό του χεριού, ΠΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < καρπός (ΙΙ) + -ωτός (πρβλ. αγκυλ-ωτός, δικτυ-ωτός)].