θυελλόπους: Difference between revisions
From LSJ
Κρεῖττον τὸ μὴ ζῆν ἐστιν ἢ ζῆν ἀθλίως → Death is better than a life of misery → Satius mori quam calamitose vivere → Der Tod ist besser als ein Leben in der Not
(6_14) |
(17) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''θυελλόπους''': ὁ, ἡ, ἔχων πόδας θυέλλης, ταχὺς ὡς [[θύελλα]], θυελλοπόδων ἵππων Νόνν. Δ. 37. 441. | |lstext='''θυελλόπους''': ὁ, ἡ, ἔχων πόδας θυέλλης, ταχὺς ὡς [[θύελλα]], θυελλοπόδων ἵππων Νόνν. Δ. 37. 441. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[θυελλόπους]], -οδος ὁ (Α)<br />αυτός που [[είναι]] γρήγορος σαν [[θύελλα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θύελλα]] <span style="color: red;">+</span> -[[πους]] (<span style="color: red;"><</span> [[πους]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>εξά</i>-[[πους]], <i>πολύ</i>-[[πους]]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:18, 29 September 2017
English (LSJ)
ὁ, ἡ, gen. ποδος,
A storm-footed, storm-swift, Nonn.D. 37.441.
German (Pape)
[Seite 1221] οδος, = ἀελλόπους, ἵπποι Nonn. D. 37, 441.
Greek (Liddell-Scott)
θυελλόπους: ὁ, ἡ, ἔχων πόδας θυέλλης, ταχὺς ὡς θύελλα, θυελλοπόδων ἵππων Νόνν. Δ. 37. 441.
Greek Monolingual
θυελλόπους, -οδος ὁ (Α)
αυτός που είναι γρήγορος σαν θύελλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θύελλα + -πους (< πους), πρβλ. εξά-πους, πολύ-πους].