θυελλόπους

From LSJ

Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.

Sophocles, Oedipus at Colonus, 1280-4
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θῠελλόπους Medium diacritics: θυελλόπους Low diacritics: θυελλόπους Capitals: ΘΥΕΛΛΟΠΟΥΣ
Transliteration A: thyellópous Transliteration B: thyellopous Transliteration C: thyellopous Beta Code: quello/pous

English (LSJ)

ὁ, ἡ, gen. ποδος, storm-footed, storm-swift, Nonn. D. 37.441.

German (Pape)

[Seite 1221] οδος, = ἀελλόπους, ἵπποι Nonn. D. 37, 441.

Greek (Liddell-Scott)

θυελλόπους: ὁ, ἡ, ἔχων πόδας θυέλλης, ταχὺς ὡς θύελλα, θυελλοπόδων ἵππων Νόνν. Δ. 37. 441.

Greek Monolingual

θυελλόπους, -οδος ὁ (Α)
αυτός που είναι γρήγορος σαν θύελλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θύελλα + -πους (< πους), πρβλ. εξάπους, πολύπους].