θεωρητής: Difference between revisions

From LSJ

ἀκίνδυνοι δ' ἀρεταὶ οὔτε παρ' ἀνδράσιν οὔτ' ἐν ναυσὶ κοίλαις τίμιαι → but excellence without danger is honored neither among men nor in hollow ships

Source
(6_19)
(17)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''θεωρητής''': -οῦ, ὁ, ὁ [[θεατής]], Ἡσύχ.
|lstext='''θεωρητής''': -οῦ, ὁ, ὁ [[θεατής]], Ἡσύχ.
}}
{{grml
|mltxt=ο (ΑΜ [[θεωρητής]]) [[θεωρώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[υπάλληλος]] που έχει ως [[έργο]] να θεωρεί, να ελέγχει και να εγκρίνει [[δημόσια]] έγγραφα<br /><b>2.</b> [[επιμελητής]] κειμένων<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[θεατής]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[επιστάτης]].
}}
}}

Revision as of 07:17, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θεωρητής Medium diacritics: θεωρητής Low diacritics: θεωρητής Capitals: ΘΕΩΡΗΤΗΣ
Transliteration A: theōrētḗs Transliteration B: theōrētēs Transliteration C: theoritis Beta Code: qewrhth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A spectator, ἐργάται τῶν καλῶν καὶ θ. Phld.Oec.p.63J., cf. Hsch. s.v. θεωρούς.    II overseer, director, Sch.Opp.H.3.257.

German (Pape)

[Seite 1205] ὁ, Erkl. von θεωρός, Hesych.; K. S.

Greek (Liddell-Scott)

θεωρητής: -οῦ, ὁ, ὁ θεατής, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

ο (ΑΜ θεωρητής) θεωρώ
νεοελλ.
1. υπάλληλος που έχει ως έργο να θεωρεί, να ελέγχει και να εγκρίνει δημόσια έγγραφα
2. επιμελητής κειμένων
μσν.-αρχ.
θεατής
αρχ.
επιστάτης.