πυγή: Difference between revisions
Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?
(6_12) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πῡγή''': ῆς, ἡ· (ἴδε πυγὼν ἐν τέλει)· - ὁ [[πρωκτός]], οἱ γλουτοί, τὰ ὀπίσθια, Ἀρχίλ. 84, Ἀριστοφ. Ἱππ. 365, κτλ.· ἐν τῷ πληθ., Λουκ. Περεγρ. 17· - τὸ πυγὴ Ἀριστοφ. Θεσμ. 1187 [[εἶναι]] [[βαρβαρισμός]]· ἀλλ’ ὑπάρχει ἑτερόκλ. ἑνικ. αἰτ. πῦγα ἐν Ἀριστ. Φυσιογν. 6. 6· - πρὸς πυγὴν [[ἅλλομαι]], [[ἀνεγείρω]] τοὺς πόδας πρὸς τὰ ὁπίσω ἢ [[λακτίζω]] τόσον ὑψηλά, [[ὥστε]] διὰ τῆς πτέρνης [[ἐγγίζω]] τοὺς γλουτούς, [[γύμνασμα]] τῶν κορασίων ἐν Σπάρτῃ, Ἀριστοφ. Λυσ. 82· πρβλ. [[πυδαρίζω]]· 2) μεταφορ., πυγὴ ἀγροῦ, ἐπὶ παχείας, λιπαρᾶς, εὐφόρου γῆς, ὡς τὸ [[οὖθαρ]], Εὐστ. 310. 2. ΙΙ. = [[οὐρά]], «σεισοπυγὶς... παρὰ τὸ σείειν τὴν πυγήν, ὅ ἐστι τὴν οὐρὰν» Ἐτυμ. Μέγ. 513. 14. | |lstext='''πῡγή''': ῆς, ἡ· (ἴδε πυγὼν ἐν τέλει)· - ὁ [[πρωκτός]], οἱ γλουτοί, τὰ ὀπίσθια, Ἀρχίλ. 84, Ἀριστοφ. Ἱππ. 365, κτλ.· ἐν τῷ πληθ., Λουκ. Περεγρ. 17· - τὸ πυγὴ Ἀριστοφ. Θεσμ. 1187 [[εἶναι]] [[βαρβαρισμός]]· ἀλλ’ ὑπάρχει ἑτερόκλ. ἑνικ. αἰτ. πῦγα ἐν Ἀριστ. Φυσιογν. 6. 6· - πρὸς πυγὴν [[ἅλλομαι]], [[ἀνεγείρω]] τοὺς πόδας πρὸς τὰ ὁπίσω ἢ [[λακτίζω]] τόσον ὑψηλά, [[ὥστε]] διὰ τῆς πτέρνης [[ἐγγίζω]] τοὺς γλουτούς, [[γύμνασμα]] τῶν κορασίων ἐν Σπάρτῃ, Ἀριστοφ. Λυσ. 82· πρβλ. [[πυδαρίζω]]· 2) μεταφορ., πυγὴ ἀγροῦ, ἐπὶ παχείας, λιπαρᾶς, εὐφόρου γῆς, ὡς τὸ [[οὖθαρ]], Εὐστ. 310. 2. ΙΙ. = [[οὐρά]], «σεισοπυγὶς... παρὰ τὸ σείειν τὴν πυγήν, ὅ ἐστι τὴν οὐρὰν» Ἐτυμ. Μέγ. 513. 14. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ῆς (ἡ) :<br />fesse ; [[αἱ]] πυγαί le derrière.<br />'''Étymologie:''' DELG pas d’étym. assurée, terme vulg. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:08, 9 August 2017
English (LSJ)
ῆς, ἡ, heterocl. acc.
A πῦγα Arist.Phgn.810b1 (τὸ πυγή is a barbarism in Ar.Th.1187):—rump, buttocks, Archil.91, Ar.Eq.365, Sor.2.60, etc.; pl., Luc.Peregr.17; ποτὶ πυγὰν ἅλλεσθαι to kick up the heels so as to strike the buttock in dancing, dance the fling, a girls' exercise at Sparta, Ar.Lys.82, cf. Antyll. ap. Orib.6.31.2; πρὸς π. πηδῆσαι Hp. Nat.Puer.13 (cited as πρὸς πυγὰς πηδᾶν by Sor.1.60). 2 metaph. of fat, swelling land, Eust.310.2. II = οὐρά, EM513.14.
German (Pape)
[Seite 813] ἡ, 1) der Hintere; Ar. oft, ἐς κυνὸς πυγὴν ὁρᾶν, Eccl. 255; oft in der Anth., bes. Strat.; im plur., Rufin. 2 (V, 35), u. in Prosa, εἰς τὰς πυγὰς νάρθηκι παιόμενος, Luc. Peregr. 17; bei Ar. Th. 1187 sagt der Scythe τὸ πυγή; u. einen acc. sing. πῦγα hat Arist. physiogn. 6. – 2) übertr. der feisteste, fetteste Theil, z. B. ἀγροῦ, Paroem. App. 1, 3; Eust. 310, 2. – Ἅλλεσθαι πρὸς πυγήν, ein alter Tanz der lacedämonischen Jungfrauen, Ar. Lys. 82; vgl. Poll. 4, 102 u. Antyll. Oribas. p. 121, Matthaei.
Greek (Liddell-Scott)
πῡγή: ῆς, ἡ· (ἴδε πυγὼν ἐν τέλει)· - ὁ πρωκτός, οἱ γλουτοί, τὰ ὀπίσθια, Ἀρχίλ. 84, Ἀριστοφ. Ἱππ. 365, κτλ.· ἐν τῷ πληθ., Λουκ. Περεγρ. 17· - τὸ πυγὴ Ἀριστοφ. Θεσμ. 1187 εἶναι βαρβαρισμός· ἀλλ’ ὑπάρχει ἑτερόκλ. ἑνικ. αἰτ. πῦγα ἐν Ἀριστ. Φυσιογν. 6. 6· - πρὸς πυγὴν ἅλλομαι, ἀνεγείρω τοὺς πόδας πρὸς τὰ ὁπίσω ἢ λακτίζω τόσον ὑψηλά, ὥστε διὰ τῆς πτέρνης ἐγγίζω τοὺς γλουτούς, γύμνασμα τῶν κορασίων ἐν Σπάρτῃ, Ἀριστοφ. Λυσ. 82· πρβλ. πυδαρίζω· 2) μεταφορ., πυγὴ ἀγροῦ, ἐπὶ παχείας, λιπαρᾶς, εὐφόρου γῆς, ὡς τὸ οὖθαρ, Εὐστ. 310. 2. ΙΙ. = οὐρά, «σεισοπυγὶς... παρὰ τὸ σείειν τὴν πυγήν, ὅ ἐστι τὴν οὐρὰν» Ἐτυμ. Μέγ. 513. 14.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
fesse ; αἱ πυγαί le derrière.
Étymologie: DELG pas d’étym. assurée, terme vulg.