κενώσιμος: Difference between revisions

From LSJ

πρᾶγμα ἐλπίδος κρεῖσσον γεγενημένον → the thing worse than one expected

Source
(6_10)
(20)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κενώσιμος''': -η, -ον, διευκολύνων τὴν κένωσιν, [[καθαρτικός]], παρὰ Σουΐδ. ἐν λ. κενώτερος, Νικήτ. Χρον. 321D.
|lstext='''κενώσιμος''': -η, -ον, διευκολύνων τὴν κένωσιν, [[καθαρτικός]], παρὰ Σουΐδ. ἐν λ. κενώτερος, Νικήτ. Χρον. 321D.
}}
{{grml
|mltxt=[[κενώσιμος]], -ον (Μ) [[κένωσις]]<br />αυτός που διευκολύνει την [[κένωση]].
}}
}}

Revision as of 07:23, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κενώσιμος Medium diacritics: κενώσιμος Low diacritics: κενώσιμος Capitals: ΚΕΝΩΣΙΜΟΣ
Transliteration A: kenṓsimos Transliteration B: kenōsimos Transliteration C: kenosimos Beta Code: kenw/simos

English (LSJ)

η, ον,

   A purgative, τὸ κ. τῆς ἰατρείας Anon. ap. Suid. s.v. κενώτερος.

German (Pape)

[Seite 1419] die Ausleerung befördernd, Suid.

Greek (Liddell-Scott)

κενώσιμος: -η, -ον, διευκολύνων τὴν κένωσιν, καθαρτικός, παρὰ Σουΐδ. ἐν λ. κενώτερος, Νικήτ. Χρον. 321D.

Greek Monolingual

κενώσιμος, -ον (Μ) κένωσις
αυτός που διευκολύνει την κένωση.