Ἐπιμηθεύς: Difference between revisions
Ἱερὸν ἀληθῶς ἐστιν ἡ συμβουλία → Consilia dare, res prorsus et vere sacra est → Ein Heiligtum ist in der Tat ein guter Rat
(6_8) |
(Bailly1_2) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''Ἐπιμηθεύς''': έως, ὁ, ([[μῆδος]]) ὁ κατόπιν σκεπτόμενος, [[ἀπροβούλευτος]], ἀδελφὸς τοῦ Προμηθέως, τοῦ [[προηγουμένως]] σκεπτομένου, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 85· Ἐπιμηθεὺς [[ἁμαρτίνοος]] Ἡσ. Θ. 511· [[ὀψίνοος]] Πινδ. Π. 5. 35. ― Τὰ χαρακτηριστικὰ τῶν δύο ἀδελφῶν φέρονται ἐν ποικίλαις παροιμίαις, τὸ μεταβουλεύεσθαι Ἐπιμηθέως [[ἔργον]], οὐ Προμηθέως Λουκ. Προμ. 7· Ἐπιμηθεῖ οὐκ ἔστι τὸ μέλειν, ἀλλὰ τὸ μεταμέλειν Συνέσ., ἴδε Πλάτ. Πρωτ. 320D κἑξ., πρβλ. [[πρόφασις]] ΙΙ. | |lstext='''Ἐπιμηθεύς''': έως, ὁ, ([[μῆδος]]) ὁ κατόπιν σκεπτόμενος, [[ἀπροβούλευτος]], ἀδελφὸς τοῦ Προμηθέως, τοῦ [[προηγουμένως]] σκεπτομένου, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 85· Ἐπιμηθεὺς [[ἁμαρτίνοος]] Ἡσ. Θ. 511· [[ὀψίνοος]] Πινδ. Π. 5. 35. ― Τὰ χαρακτηριστικὰ τῶν δύο ἀδελφῶν φέρονται ἐν ποικίλαις παροιμίαις, τὸ μεταβουλεύεσθαι Ἐπιμηθέως [[ἔργον]], οὐ Προμηθέως Λουκ. Προμ. 7· Ἐπιμηθεῖ οὐκ ἔστι τὸ μέλειν, ἀλλὰ τὸ μεταμέλειν Συνέσ., ἴδε Πλάτ. Πρωτ. 320D κἑξ., πρβλ. [[πρόφασις]] ΙΙ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=έως (ὁ) :<br />Épiméthée « qui réfléchit après coup », frère de Prométhée « qui réfléchit avant ».<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[μανθάνω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:23, 9 August 2017
English (LSJ)
έως, ὁ,
A Epimetheus, Afterthought, brother of Prometheus, Forethought, Hes.Op.85, Pl.Prt.320d; Ἐ. ἁμαρτίνοος Hes. Th.511; ὀψίνοος Pi.P.5.27; τὸ μεταβουλεύεσθαι Ἐπιμηθέως ἔργον, οὐ Προμηθέως Luc.Prom.Es7.
Greek (Liddell-Scott)
Ἐπιμηθεύς: έως, ὁ, (μῆδος) ὁ κατόπιν σκεπτόμενος, ἀπροβούλευτος, ἀδελφὸς τοῦ Προμηθέως, τοῦ προηγουμένως σκεπτομένου, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 85· Ἐπιμηθεὺς ἁμαρτίνοος Ἡσ. Θ. 511· ὀψίνοος Πινδ. Π. 5. 35. ― Τὰ χαρακτηριστικὰ τῶν δύο ἀδελφῶν φέρονται ἐν ποικίλαις παροιμίαις, τὸ μεταβουλεύεσθαι Ἐπιμηθέως ἔργον, οὐ Προμηθέως Λουκ. Προμ. 7· Ἐπιμηθεῖ οὐκ ἔστι τὸ μέλειν, ἀλλὰ τὸ μεταμέλειν Συνέσ., ἴδε Πλάτ. Πρωτ. 320D κἑξ., πρβλ. πρόφασις ΙΙ.
French (Bailly abrégé)
έως (ὁ) :
Épiméthée « qui réfléchit après coup », frère de Prométhée « qui réfléchit avant ».
Étymologie: ἐπί, μανθάνω.