ὀψίνοος

From LSJ

τὸ θέλημά σου τὸ ἀγαθὸν καὶ τέλειον, πάτερ → your good and perfect will, Father

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀψίνοος Medium diacritics: ὀψίνοος Low diacritics: οψίνοος Capitals: ΟΨΙΝΟΟΣ
Transliteration A: opsínoos Transliteration B: opsinoos Transliteration C: opsinoos Beta Code: o)yi/noos

English (LSJ)

[ῐ], ον, late-observing, i.e. remiss, inobservant, of Epimetheus, Pi.P.5.28.

German (Pape)

[Seite 432] spät klug werdend, spät, nachher erkennend; Epimetheus, Pind. P. 5, 28; Nonn.

French (Bailly abrégé)

οος, οον;
dont la sagesse est tardive.
Étymologie: ὀψέ, νοῦς.

Russian (Dvoretsky)

ὀψίνοος: (ῐ) поздно соображающий, крепкий задним умом (Ἐπιμηθεύς Pind.).

Greek (Liddell-Scott)

ὀψίνοος: -ον, ὁ ἀργὰ σκεπτόμενος ἢ ἐννοῶν τι, δηλ. ἀμελής, ἀπρόσεκτος ἐπὶ τοῦ Ἐπιμηθέως, Πινδ. Π. 5. 36· μετάνοια Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 3. 23.

English (Slater)

ὀψίνοος late thinking Ἐπιμαθέος ὀψινόου (P. 5.28)

Greek Monotonic

ὀψίνοος: -ον, αυτός που σκέφτηκε ή επινόησε κάτι καθυστερημένα, λέγεται για τον Επιμηθέα, σε Πίνδ.

Mantoulidis Etymological

(=αὐτός πού σκέφτεται ἀργά, ἀμελής, ἀπρόσεχτος). Ἀπό τό ὀψέ + νοῦς, ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα.