χαλκόχρους: Difference between revisions
From LSJ
τίς τὸν πλανήτην Οἰδίπουν καθ' ἡμέραν τὴν νῦν σπανιστοῖς δέξεται δωρήμασιν → who on this day shall receive Oedipus the wanderer with scanty gifts
(6_19) |
(46) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''χαλκόχρους''': ουν, ὁ ἔχων τὸ [[χρῶμα]] τοῦ χαλκοῦ, Διοσκ. 2. 213. | |lstext='''χαλκόχρους''': ουν, ὁ ἔχων τὸ [[χρῶμα]] τοῦ χαλκοῦ, Διοσκ. 2. 213. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ουν, ΝΜΑ, και ασυναιρ. τ. χαλκόχροος, -ον, Α<br />χαλκόχρωμος<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[χαλκόχρους]] [[διαβήτης]]»<br /><b>ιατρ.</b> [[συνδυασμός]] βαρέος σακχαρώδους διαβήτη, υπερτροφικής κιρρώσεως του [[ήπατος]] και υπερχρώσεως του δέρματος, που θυμίζει το [[χρώμα]] του χαλκού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>χαλκ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>χρους</i> / -<i>χροος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χρώς]] «[[χρώμα]], [[επιδερμίδα]]»), <b>πρβλ.</b> <i>σιτό</i>-<i>χρους</i> / -<i>χροος</i>, <i>φοινικό</i>-<i>χρους</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:45, 29 September 2017
English (LSJ)
ουν,
A copper-coloured, Dsc.2.182.
German (Pape)
[Seite 1332] erzfarbig, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
χαλκόχρους: ουν, ὁ ἔχων τὸ χρῶμα τοῦ χαλκοῦ, Διοσκ. 2. 213.
Greek Monolingual
-ουν, ΝΜΑ, και ασυναιρ. τ. χαλκόχροος, -ον, Α
χαλκόχρωμος
νεοελλ.
φρ. «χαλκόχρους διαβήτης»
ιατρ. συνδυασμός βαρέος σακχαρώδους διαβήτη, υπερτροφικής κιρρώσεως του ήπατος και υπερχρώσεως του δέρματος, που θυμίζει το χρώμα του χαλκού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο)- + -χρους / -χροος (< χρώς «χρώμα, επιδερμίδα»), πρβλ. σιτό-χρους / -χροος, φοινικό-χρους].