πλασματώδης: Difference between revisions
From LSJ
ἐπέμψατε ἀγγέλους τοῖς ἀλλήλοις ὥστε ἔγνωτε τὸν κίνδυνον → you sent messengers to one another so that you knew the danger
(6_7) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πλασμᾰτώδης''': -ες, [[πλαστός]], Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 4. 1, 12, π. Ἀναπν. 5. 2· [[λέγω]] δὲ πλασματῶδες τὸ πρὸς ὑπόθεσιν βεβιασμένον ὁ αὐτ. Μετὰ τὰ Φυσ. 12. 7, 24. | |lstext='''πλασμᾰτώδης''': -ες, [[πλαστός]], Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 4. 1, 12, π. Ἀναπν. 5. 2· [[λέγω]] δὲ πλασματῶδες τὸ πρὸς ὑπόθεσιν βεβιασμένον ὁ αὐτ. Μετὰ τὰ Φυσ. 12. 7, 24. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ης, ες :<br />feint, fictif, imaginaire.<br />'''Étymologie:''' [[πλάσμα]], -ωδης. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:06, 9 August 2017
English (LSJ)
ες,
A fictitious, Arist.GA764b10, Resp.472b12, Porph. Gaur.2.2; λέγω δὲ πλασματῶδες τὸ πρὸς ὑπόθεσιν βεβιασμένον Arist. Metaph.1082b3; τὸ δραματικὸν καὶ π. Plu.Rom.8.
German (Pape)
[Seite 625] ες, erdichtet, fabelhaft, einer Erdichtung ähnlich; Arist. gen. an. 4, 1; Plut. Rom. 8; verstellt, Aristaen. 1, 18.
Greek (Liddell-Scott)
πλασμᾰτώδης: -ες, πλαστός, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 4. 1, 12, π. Ἀναπν. 5. 2· λέγω δὲ πλασματῶδες τὸ πρὸς ὑπόθεσιν βεβιασμένον ὁ αὐτ. Μετὰ τὰ Φυσ. 12. 7, 24.
French (Bailly abrégé)
ης, ες :
feint, fictif, imaginaire.
Étymologie: πλάσμα, -ωδης.