πολυόφθαλμος: Difference between revisions

From LSJ

μεριμνᾷς καὶ τυρβάζῃ περὶ πολλά → you are worried and bothered about so many things, thou art careful and troubled about many things, you are worried and upset about many things

Source
(6_17)
(33)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πολυόφθαλμος''': -ον, ὁ ἔχων πολλοὺς ὀφθαλμούς, Διόδ. 1. 11, [[Πολυδ]]. Δ΄, 141. 2) ὁ ἔχων πολλοὺς ὀφθαλμούς, κοινῶς «μπουμπούκια», [[ἄμπελος]] Γεωπ. 5. 8, 1. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., [[φυτόν]] τι = βούφθαλμος, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 830, κατὰ Γαληνὸν τ. 12, σ. 445.
|lstext='''πολυόφθαλμος''': -ον, ὁ ἔχων πολλοὺς ὀφθαλμούς, Διόδ. 1. 11, [[Πολυδ]]. Δ΄, 141. 2) ὁ ἔχων πολλοὺς ὀφθαλμούς, κοινῶς «μπουμπούκια», [[ἄμπελος]] Γεωπ. 5. 8, 1. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., [[φυτόν]] τι = βούφθαλμος, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 830, κατὰ Γαληνὸν τ. 12, σ. 445.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> (για τον Όσιρι) αυτός που έχει [[πολλά]] μάτια<br /><b>2.</b> (για φυτά) αυτός που έχει πολλούς οφθαλμούς, [[πολλά]] μπουμπούκια<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ πολυόφθαλμον</i><br />το [[φυτό]] [[βούφθαλμον]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ὀφθαλμός]] (<b>πρβλ.</b> <i>μον</i>-<i>όφθαλμος</i>)].
}}
}}

Revision as of 12:19, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολυόφθαλμος Medium diacritics: πολυόφθαλμος Low diacritics: πολυόφθαλμος Capitals: ΠΟΛΥΟΦΘΑΛΜΟΣ
Transliteration A: polyóphthalmos Transliteration B: polyophthalmos Transliteration C: polyofthalmos Beta Code: poluo/fqalmos

English (LSJ)

ον,

   A many-eyed, D.S.1.11, Poll.4.141.    2 with many eyes or buds, ἄμπελοι Gp.5.8.1.    II Subst., a plant, = βούφθαλμον, Hp.Art. 67, Diocl.Fr.154.

German (Pape)

[Seite 668] vieläugig; Plut. de Is. et Os. 10; von Pflanzen, Geopon.

Greek (Liddell-Scott)

πολυόφθαλμος: -ον, ὁ ἔχων πολλοὺς ὀφθαλμούς, Διόδ. 1. 11, Πολυδ. Δ΄, 141. 2) ὁ ἔχων πολλοὺς ὀφθαλμούς, κοινῶς «μπουμπούκια», ἄμπελος Γεωπ. 5. 8, 1. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., φυτόν τι = βούφθαλμος, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 830, κατὰ Γαληνὸν τ. 12, σ. 445.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. (για τον Όσιρι) αυτός που έχει πολλά μάτια
2. (για φυτά) αυτός που έχει πολλούς οφθαλμούς, πολλά μπουμπούκια
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ πολυόφθαλμον
το φυτό βούφθαλμον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + ὀφθαλμός (πρβλ. μον-όφθαλμος)].