παραστέλλω: Difference between revisions
Καλὸν τὸ μηδὲν εἰς φίλους ἁμαρτάνειν → Nihil peccare in amicos est pulcherrimum → Gut ist, sich gegen Freunde nicht versündigen
(6_3) |
(31) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''παραστέλλω''': [[συστέλλω]], ἐπὶ ἱστίου, Ἡλιόδ. 10. 28· τὴν γαστέρα Γαλην. 2) [[ἐμποδίζω]], «σταματῶ», Ἱππ. 1157C. 3) [[μετὰ]] γεν., ἀφαιρῶ, ἀποστερῶ, τοῦ ζῆν, τῆς ἠγεμονίας Εὐστ. Πονημάτ. 280, 20, κτλ. | |lstext='''παραστέλλω''': [[συστέλλω]], ἐπὶ ἱστίου, Ἡλιόδ. 10. 28· τὴν γαστέρα Γαλην. 2) [[ἐμποδίζω]], «σταματῶ», Ἱππ. 1157C. 3) [[μετὰ]] γεν., ἀφαιρῶ, ἀποστερῶ, τοῦ ζῆν, τῆς ἠγεμονίας Εὐστ. Πονημάτ. 280, 20, κτλ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ΜΑ<br /><b>μσν.</b><br />(με γεν.) [[αφαιρώ]], [[αποστερώ]] («[[παραστέλλω]] τοῡ ζῆν», <b>Ευστ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (σχετικά με [[παραπέτασμα]]) [[σύρω]], [[τραβώ]], [[τοποθετώ]] στα [[πλάγια]] («τὸ [[καταπέτασμα]] μικρὸν παραστείλασαι», Ηλιόδ.)<br /><b>2.</b> [[συστέλλω]], [[συσφίγγω]] («[[παραστέλλω]] τοὺς μῡς», <b>Γαλ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>ιατρ.</b> [[ελαττώνω]] μιαν [[εξοίδηση]], ένα [[πρήξιμο]]<br /><b>4.</b> [[εμποδίζω]], [[σταματώ]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:05, 29 September 2017
English (LSJ)
A draw aside, of a curtain, Hld.10.28 ; τὴν γαστέρα Gal.2.523 ; contract, τοὺς μῦς ib. 225 :—Pass., to be drawn aside, Sor. 2.61. 2 reduce a swelling, Hp.Epid.5.69. 3 check, πλάδον Sor.1.49 (Pass.).
German (Pape)
[Seite 500] bei Seite stellen, Heliod. 10, 27 u. a. Sp.; aufhalten, hemmen, Hippocr.; τινά τινος, Sp. – Med. ankommen. Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
παραστέλλω: συστέλλω, ἐπὶ ἱστίου, Ἡλιόδ. 10. 28· τὴν γαστέρα Γαλην. 2) ἐμποδίζω, «σταματῶ», Ἱππ. 1157C. 3) μετὰ γεν., ἀφαιρῶ, ἀποστερῶ, τοῦ ζῆν, τῆς ἠγεμονίας Εὐστ. Πονημάτ. 280, 20, κτλ.
Greek Monolingual
ΜΑ
μσν.
(με γεν.) αφαιρώ, αποστερώ («παραστέλλω τοῡ ζῆν», Ευστ.)
αρχ.
1. (σχετικά με παραπέτασμα) σύρω, τραβώ, τοποθετώ στα πλάγια («τὸ καταπέτασμα μικρὸν παραστείλασαι», Ηλιόδ.)
2. συστέλλω, συσφίγγω («παραστέλλω τοὺς μῡς», Γαλ.)
3. ιατρ. ελαττώνω μιαν εξοίδηση, ένα πρήξιμο
4. εμποδίζω, σταματώ.