σύναυλος: Difference between revisions

From LSJ

μὴ περιρέμβου ζητοῦσα θεόν → do not roam about looking for god

Source
(6_15)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σύναυλος''': -ον, (αὐλὸς) ὁ ἐν συμφωνίᾳ ὢν πρὸς αὐλόν· ἀκολούθως [[καθόλου]], ὁ ἠχῶν ἐν ἁρμονίᾳ ἢ ὁμοφωνίᾳ, [[ἁρμονικός]], ξύναυλος βοὰ Ἀριστοφ. Βάτρ. 212· ― ἀκολούθως γενικώτερον, ὁ ἐν ἁρμονίᾳ ἢ συμφωνίᾳ [[πρός]] τινα ὢν ἢ γιγνόμενος, βοὰ ξ. χαρᾷ Εὐρ. Ἑλ. 879· ἀνέμῳ [[σύναυλος]] ἤχθη, παρεσύρθη [[ὁμοῦ]] [[μετὰ]] τοῦ ἀνέμου, δηλ. ταχὺς ὡς ὁ [[ἄνεμος]], Ἀνακρεόντ. 62. 10 ([[ἔνθα]]: ἀνέμου σύναυλον ἠχὴν Κῶδ.).
|lstext='''σύναυλος''': -ον, (αὐλὸς) ὁ ἐν συμφωνίᾳ ὢν πρὸς αὐλόν· ἀκολούθως [[καθόλου]], ὁ ἠχῶν ἐν ἁρμονίᾳ ἢ ὁμοφωνίᾳ, [[ἁρμονικός]], ξύναυλος βοὰ Ἀριστοφ. Βάτρ. 212· ― ἀκολούθως γενικώτερον, ὁ ἐν ἁρμονίᾳ ἢ συμφωνίᾳ [[πρός]] τινα ὢν ἢ γιγνόμενος, βοὰ ξ. χαρᾷ Εὐρ. Ἑλ. 879· ἀνέμῳ [[σύναυλος]] ἤχθη, παρεσύρθη [[ὁμοῦ]] [[μετὰ]] τοῦ ἀνέμου, δηλ. ταχὺς ὡς ὁ [[ἄνεμος]], Ἀνακρεόντ. 62. 10 ([[ἔνθα]]: ἀνέμου σύναυλον ἠχὴν Κῶδ.).
}}
{{bailly
|btext=<span class="bld">1</span>ος, ον :<br />accompagné de la flûte.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[αὐλός]].<br /><span class="bld">2</span>ος, ον :<br />qui couche, habite <i>ou</i> vit avec ; <i>fig.</i> [[σύναυλος]] θείᾳ μανίᾳ SOPH frappé de folie par les dieux.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[αὐλή]].
}}
}}

Revision as of 19:25, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύναυλος Medium diacritics: σύναυλος Low diacritics: σύναυλος Capitals: ΣΥΝΑΥΛΟΣ
Transliteration A: sýnaulos Transliteration B: synaulos Transliteration C: synavlos Beta Code: su/naulos

English (LSJ)

(A), ον, (αὐλός)

   A in concert with the flute; then generally, sounding in concord or unison, harmonious, ξ. ὕμνων βοά Ar.Ra.212 (lyr.): generally, in harmony with, ξ. βοὰ Χαρᾷ E.El.879 (lyr.); ὅτε τις κύκνος . . ἀνέμου σύναυλος ἠχῇ Anacreont.60.10.
σύναυλ-ος (B), ον, (αὐλή)

   A dwelling with, living in the folds with (sc. ταῖς ποίμναις), S.OT1126: metaph., θείᾳ μανίᾳ ξ., i.e. afflicted with madness, Id.Aj.611 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1005] mit, zusammen liegend, wohnend, χώροις μάλιστα πρὸς τίσι ξύναυλος ὤν; Soph. O. R. 1126, vom Hirten gesagt; auch übertr., Αἴας θείᾳ μανίᾳ ξύναυλος, Ai. 605. mit- oder zusammenflötend, -tönend, -stimmend; ἴτω ξύναυλος βοὰ χαρᾷ, Eur. El. 879; vgl. Ar. Ran. 212; übertr., einstimmig, ἀνέμῳ σύναυλος ἤχθη, dem Winde gleich, so schnell wie der Wind wurde er daher getragen, Anacr. 59, 10.

Greek (Liddell-Scott)

σύναυλος: -ον, (αὐλὸς) ὁ ἐν συμφωνίᾳ ὢν πρὸς αὐλόν· ἀκολούθως καθόλου, ὁ ἠχῶν ἐν ἁρμονίᾳ ἢ ὁμοφωνίᾳ, ἁρμονικός, ξύναυλος βοὰ Ἀριστοφ. Βάτρ. 212· ― ἀκολούθως γενικώτερον, ὁ ἐν ἁρμονίᾳ ἢ συμφωνίᾳ πρός τινα ὢν ἢ γιγνόμενος, βοὰ ξ. χαρᾷ Εὐρ. Ἑλ. 879· ἀνέμῳ σύναυλος ἤχθη, παρεσύρθη ὁμοῦ μετὰ τοῦ ἀνέμου, δηλ. ταχὺς ὡς ὁ ἄνεμος, Ἀνακρεόντ. 62. 10 (ἔνθα: ἀνέμου σύναυλον ἠχὴν Κῶδ.).

French (Bailly abrégé)

1ος, ον :
accompagné de la flûte.
Étymologie: σύν, αὐλός.
2ος, ον :
qui couche, habite ou vit avec ; fig. σύναυλος θείᾳ μανίᾳ SOPH frappé de folie par les dieux.
Étymologie: σύν, αὐλή.