ἀδιακόντιστος: Difference between revisions

From LSJ

ταυτὶ γὰρ συκοφαντεῖσθαι τὸν Ἕκτορα ὑπὸ τοῦ Ὁμήρου → that is a false charge brought against Hector by Homer

Source
(6_18)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀδιακόντιστος''': -ον, ὃν οὐδὲν [[ἀκόντιον]] δύναται νὰ διαπεράσῃ, ἐκ διορθώσεως τοῦ Passow ἐν Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 13, 15, ἀντὶ τοῦ ἀδιακόνιστος, [[ὅπερ]] ὁ Ἡσύχ. ἑρμηνεύει [[ἀναίσθητος]], ἄτρωτος.
|lstext='''ἀδιακόντιστος''': -ον, ὃν οὐδὲν [[ἀκόντιον]] δύναται νὰ διαπεράσῃ, ἐκ διορθώσεως τοῦ Passow ἐν Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 13, 15, ἀντὶ τοῦ ἀδιακόνιστος, [[ὅπερ]] ὁ Ἡσύχ. ἑρμηνεύει [[ἀναίσθητος]], ἄτρωτος.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />invulnérable aux traits.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[διακοντίζομαι]].
}}
}}

Revision as of 19:28, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀδιακόντιστος Medium diacritics: ἀδιακόντιστος Low diacritics: αδιακόντιστος Capitals: ΑΔΙΑΚΟΝΤΙΣΤΟΣ
Transliteration A: adiakóntistos Transliteration B: adiakontistos Transliteration C: adiakontistos Beta Code: a)diako/ntistos

English (LSJ)

ον,

   A which no dart can pierce, δέρμα prob. in Ael.VH 13.15 (interpol., codd. -κόνιστος, which Hsch. explains ἀναίσθητος, ἄτρωτος).

Greek (Liddell-Scott)

ἀδιακόντιστος: -ον, ὃν οὐδὲν ἀκόντιον δύναται νὰ διαπεράσῃ, ἐκ διορθώσεως τοῦ Passow ἐν Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 13, 15, ἀντὶ τοῦ ἀδιακόνιστος, ὅπερ ὁ Ἡσύχ. ἑρμηνεύει ἀναίσθητος, ἄτρωτος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
invulnérable aux traits.
Étymologie: ἀ, διακοντίζομαι.