συνεκλείπω: Difference between revisions
From LSJ
Πονηρός ἐστι πᾶς ἀχάριστος ἄνθρωπος → Ingratus omnis homo non est, quin sit malus → Ein jeder Mensch, der Dankbarkeit nicht kennt, ist schlecht
(6_1) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συνεκλείπω''': [[ἐκλείπω]] [[ὁμοῦ]], Στράβ. 455· τινί, μετά τινος, Πλούτ. 2. 777Α, κτλ.· Νουμᾷ συνεξέλιπεν ἐν εἰρήνῃ τὴν Ρώμην [[εἶναι]] ὁ αὐτ. ἐν Λυκούργ. κ. Νουμᾶ Συγκρ. 4. | |lstext='''συνεκλείπω''': [[ἐκλείπω]] [[ὁμοῦ]], Στράβ. 455· τινί, μετά τινος, Πλούτ. 2. 777Α, κτλ.· Νουμᾷ συνεξέλιπεν ἐν εἰρήνῃ τὴν Ρώμην [[εἶναι]] ὁ αὐτ. ἐν Λυκούργ. κ. Νουμᾶ Συγκρ. 4. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=faire défaut en même temps.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἐκλείπω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:10, 9 August 2017
English (LSJ)
A vanish with or also, Str.10.2.12, Plu.2.415f,777a, al., Gal.12.412; Νομᾷ . . ἐν εἰρήνῃ τὴν Ῥώμην ὑπάρχειν συνεξέλιπε ended with his life, Plu.Comp.Lyc.Num.4.
German (Pape)
[Seite 1012] mit oder zugleich ausbleiben; Strab. 10, 2, 12; Plut. de defect. orac. 11 u. öfter.
Greek (Liddell-Scott)
συνεκλείπω: ἐκλείπω ὁμοῦ, Στράβ. 455· τινί, μετά τινος, Πλούτ. 2. 777Α, κτλ.· Νουμᾷ συνεξέλιπεν ἐν εἰρήνῃ τὴν Ρώμην εἶναι ὁ αὐτ. ἐν Λυκούργ. κ. Νουμᾶ Συγκρ. 4.