θηλυπρόσωπος: Difference between revisions
From LSJ
ἄπαγ' ἐς μακαρίαν ἐκποδών → get lost, buzz off, on yer bike, bug off, bugger off, clear out, clear off, take a hike, beat it, scram, get out of here, get outta here
(6_17) |
(17) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''θηλυπρόσωπος''': -ον, ἔχων [[γυναικεῖον]] [[πρόσωπον]], Σουΐδ. ἐν λ. Σειρῆνες. | |lstext='''θηλυπρόσωπος''': -ον, ἔχων [[γυναικεῖον]] [[πρόσωπον]], Σουΐδ. ἐν λ. Σειρῆνες. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[θηλυπρόσωπος]], -ον (Α)<br />(για τις Σειρήνες) αυτός που έχει [[πρόσωπο]] γυναίκας. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:18, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A with woman's face, Suid. s.v. Σειρῆνας.
German (Pape)
[Seite 1207] mit Weibergesicht, Suid. Σειρῆνες.
Greek (Liddell-Scott)
θηλυπρόσωπος: -ον, ἔχων γυναικεῖον πρόσωπον, Σουΐδ. ἐν λ. Σειρῆνες.
Greek Monolingual
θηλυπρόσωπος, -ον (Α)
(για τις Σειρήνες) αυτός που έχει πρόσωπο γυναίκας.