νεβρίας: Difference between revisions

From LSJ

αὔριον ὔμμε‎ πάσας ἐγὼ λουσῶ Συβαρίτιδος ἔνδοθι λίμνας‎ → tomorrow I'll wash you one and all in Sybaris lake

Source
(6_19)
(26)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''νεβρίας''': -ου, ὁ, [[ποικίλος]], [[κατάστικτος]] ὡς [[νεβρός]], γαλεὸς Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 10, 10.
|lstext='''νεβρίας''': -ου, ὁ, [[ποικίλος]], [[κατάστικτος]] ὡς [[νεβρός]], γαλεὸς Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 10, 10.
}}
{{grml
|mltxt=[[νεβρίας]], ὁ (Α)<br />αυτός που μοιάζει με νεβρό, [[κατάστικτος]] σαν τον νεβρό («οὓς καλοῡσί τινες [[νεβρίας]] γαλεούς», <b>Αριστοτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νεβρός]] «[[ελαφάκι]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ίας</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ορνιθ</i>-<i>ίας</i>)].
}}
}}

Revision as of 11:59, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεβρίας Medium diacritics: νεβρίας Low diacritics: νεβρίας Capitals: ΝΕΒΡΙΑΣ
Transliteration A: nebrías Transliteration B: nebrias Transliteration C: nevrias Beta Code: nebri/as

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A dappled like a fawn, γαλεός Arist.HA565a26, cf. Hsch.s.v. λάδας.

German (Pape)

[Seite 235] ὁ, einem Hirschkalbe ähnlich, so bunt gefleckt, γαλεός, Arist. H. A. 6, 10.

Greek (Liddell-Scott)

νεβρίας: -ου, ὁ, ποικίλος, κατάστικτος ὡς νεβρός, γαλεὸς Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 10, 10.

Greek Monolingual

νεβρίας, ὁ (Α)
αυτός που μοιάζει με νεβρό, κατάστικτος σαν τον νεβρό («οὓς καλοῡσί τινες νεβρίας γαλεούς», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεβρός «ελαφάκι» + κατάλ. -ίας (πρβλ. ορνιθ-ίας)].