κεραυνοβλής: Difference between revisions
From LSJ
αἰτῶ δ' ὑγίειαν πρῶτον, εἶτ' εὐπραξίαν, τρίτον δὲ χαίρειν, εἶτ' ὀφείλειν μηδενί → first health, good fortune next, and third rejoicing; last, to owe nought to any man
(6_12) |
(20) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κεραυνοβλής''': ῆτος, ὁ, ἡ, ὁ ὑπὸ κεραυνοῦ βληθείς, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 8, 5. | |lstext='''κεραυνοβλής''': ῆτος, ὁ, ἡ, ὁ ὑπὸ κεραυνοῦ βληθείς, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 8, 5. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κεραυνοβλής]], -ῆτος, ὁ, ἡ (Α)<br />[[κεραυνόβλητος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κεραυνός]] <span style="color: red;">+</span> -[[βλής]] (<span style="color: red;"><</span> [[βάλλω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αστερ</i>-[[βλής]], [[λιθο]]-[[βλής]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:23, 29 September 2017
English (LSJ)
ῆτος, ὁ, ἡ, = sq., Thphr.HP3.8.5, Tz.H.4.267.
German (Pape)
[Seite 1422] ῆτος, vom Donnerkeil getroffen, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
κεραυνοβλής: ῆτος, ὁ, ἡ, ὁ ὑπὸ κεραυνοῦ βληθείς, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 8, 5.
Greek Monolingual
κεραυνοβλής, -ῆτος, ὁ, ἡ (Α)
κεραυνόβλητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεραυνός + -βλής (< βάλλω), πρβλ. αστερ-βλής, λιθο-βλής.