ὀμφαῖος: Difference between revisions
From LSJ
εἰρήνη ἡ ὑπερέχουσα πάντα νοῦν → peace that surpasses all understanding
(6_4) |
(29) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀμφαῖος''': -α, -ον, (ὀμφὴ) [[προφητικός]], προλέγων, Νόνν. Δ. 9. 284 κ. ἀλλ.· - Ὀμφαίη, ἡ, ὡς θεά, Ἐμπεδ. 28. | |lstext='''ὀμφαῖος''': -α, -ον, (ὀμφὴ) [[προφητικός]], προλέγων, Νόνν. Δ. 9. 284 κ. ἀλλ.· - Ὀμφαίη, ἡ, ὡς θεά, Ἐμπεδ. 28. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ὀμφαῑος, -αία, -ον, θηλ. και ὀμφαίη (Α) [[ομφή]]<br /><b>1.</b> αυτός που προμαντεύει, [[προφητικός]]<br /><b>2.</b> (<b>το θηλ. ως κύριο όν.</b>) <i>ἡ Ὀμφαίη</i><br />(σε [[προσωποποίηση]]) θεά της μαντικής. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:09, 29 September 2017
English (LSJ)
α, ον, (ὀμφή)
A prophetic, oracular, πέτρη Nonn.D.9.284, al. II Ὀμφαίη, ἡ, as a goddess, Emp.123.3.
German (Pape)
[Seite 342] eine vorbedeutende Stimne, ein Wahrzeichen gebend, wahrsagend, Nonn. D. 9, 283. 12, 42.
Greek (Liddell-Scott)
ὀμφαῖος: -α, -ον, (ὀμφὴ) προφητικός, προλέγων, Νόνν. Δ. 9. 284 κ. ἀλλ.· - Ὀμφαίη, ἡ, ὡς θεά, Ἐμπεδ. 28.
Greek Monolingual
ὀμφαῑος, -αία, -ον, θηλ. και ὀμφαίη (Α) ομφή
1. αυτός που προμαντεύει, προφητικός
2. (το θηλ. ως κύριο όν.) ἡ Ὀμφαίη
(σε προσωποποίηση) θεά της μαντικής.