μισογύναιος: Difference between revisions

From LSJ

Στερρῶς φέρειν χρὴ συμφορὰς τὸν εὐγενῆ → Tolerare casus nobilem animose decetErtragen muss der Edle Unglück unbeugsam

Menander, Monostichoi, 480
(6_16)
(25)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μισογύναιος''': -ον, = [[μισογύνης]], Φίλων ΙΙ, 312, 40, Πτολεμ. Τετράβ. 159, Μοῖρ. σ. 257, ἴδε [[μισογύνης]].
|lstext='''μισογύναιος''': -ον, = [[μισογύνης]], Φίλων ΙΙ, 312, 40, Πτολεμ. Τετράβ. 159, Μοῖρ. σ. 257, ἴδε [[μισογύνης]].
}}
{{grml
|mltxt=[[μισογύναιος]], -ον (Α)<br />[[μισόγυνος]]<br /><b>1.</b> [[μισογύνης]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ μισογύναιον</i><br />το [[μίσος]] [[κατά]] τών [[γυναικών]].
}}
}}

Revision as of 07:27, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῑσογύναιος Medium diacritics: μισογύναιος Low diacritics: μισογύναιος Capitals: ΜΙΣΟΓΥΝΑΙΟΣ
Transliteration A: misogýnaios Transliteration B: misogynaios Transliteration C: misogynaios Beta Code: misogu/naios

English (LSJ)

[ῠ], ον,

   A hating women, Ph.2.312, Ptol. Tetr.159, Vett.Val.17.11, Alciphr.1.34: τὸ μ. Dam.Pr.388.

German (Pape)

[Seite 191] Weiber hassend, Alc. 1, 34.

Greek (Liddell-Scott)

μισογύναιος: -ον, = μισογύνης, Φίλων ΙΙ, 312, 40, Πτολεμ. Τετράβ. 159, Μοῖρ. σ. 257, ἴδε μισογύνης.

Greek Monolingual

μισογύναιος, -ον (Α)
μισόγυνος
1. μισογύνης
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ μισογύναιον
το μίσος κατά τών γυναικών.