ὕφος: Difference between revisions

From LSJ

Ἐν τοῖς κακοῖς δὲ τοὺς φίλους εὐεργέτει → Bene fac amicis, res habent quorum male → Im Unglück aber tue deinen Freunden wohl

Menander, Monostichoi, 147
(6_3)
(Bailly1_5)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὕφος''': [ῠ], εος, τό, ὡς τὸ ὑφή, [[ὕφασμα]], Φερεκράτ. ἐν Ἀδηλ. 59 ([[ἔνθα]] ἴδε Meineke), ἐν λεπτοπήνοις ὕφεσιν ἑστώσας, οἵας Ἠριδανὸς ἁγνοῖς ὕδασι κηπεύει κόρας Εὔβουλος ἐν «Ναννίῳ» 1, (πρβλ. [[ὑμήν]]), Στράβ. 446, Πλούτ., κλπ.· ἐπὶ [[ἀράχνης]], Διοσκ. 2. 68· ― ἐπὶ δικτύου, Ἀνθ. Π. 9. 370. 2) μεταφορ., τὸ [[ὕφος]] τῶν λόγων Λογγῖνος 1. 4, πρβλ. Ρήτορας (Walz) τ. 3, 137· ― ἐπὶ τοῦ κειμένου συγγραφέως, Γαλην. τ. 9, σ. 250· τὸ [[σῶμα]] καὶ τὸ [[ὕφος]] τῆς προφητείας Κλήμ. Ἀλ. 891.
|lstext='''ὕφος''': [ῠ], εος, τό, ὡς τὸ ὑφή, [[ὕφασμα]], Φερεκράτ. ἐν Ἀδηλ. 59 ([[ἔνθα]] ἴδε Meineke), ἐν λεπτοπήνοις ὕφεσιν ἑστώσας, οἵας Ἠριδανὸς ἁγνοῖς ὕδασι κηπεύει κόρας Εὔβουλος ἐν «Ναννίῳ» 1, (πρβλ. [[ὑμήν]]), Στράβ. 446, Πλούτ., κλπ.· ἐπὶ [[ἀράχνης]], Διοσκ. 2. 68· ― ἐπὶ δικτύου, Ἀνθ. Π. 9. 370. 2) μεταφορ., τὸ [[ὕφος]] τῶν λόγων Λογγῖνος 1. 4, πρβλ. Ρήτορας (Walz) τ. 3, 137· ― ἐπὶ τοῦ κειμένου συγγραφέως, Γαλην. τ. 9, σ. 250· τὸ [[σῶμα]] καὶ τὸ [[ὕφος]] τῆς προφητείας Κλήμ. Ἀλ. 891.
}}
{{bailly
|btext=<i>ion.</i> -εος, <i>att.</i> -ους (τό) :<br /><b>1</b> tissu ; <i>particul.</i> toile d’araignée ; filet;<br /><b>2</b> texte d’un ouvrage.<br />'''Étymologie:''' [[ὑφαίνω]].
}}
}}

Revision as of 20:11, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὕφος Medium diacritics: ὕφος Low diacritics: ύφος Capitals: ΥΦΟΣ
Transliteration A: hýphos Transliteration B: hyphos Transliteration C: yfos Beta Code: u(/fos

English (LSJ)

[ῠ], εος, τό,

   A = ὑφή, web, Pherecr.243, Eub.67.5 ( = 84.4, cf. ὑμήν), Str.10.1.6, Plu.2.396b; ἐριοῦν ὕ. Dsc.1.19; of a spider, Id.2.63; of a net, AP9.370 (Tib. Ill.).    2 metaph., τὸ τῶν λόγων ὕ. Longin.1.4, cf. Hermog. Inv.3.13; τὰς ποιήσεις οἷον ὕφη Phld.Po.5.11; of the text of an author, Gal.17(1).80; τὸ φυσικὸν ὕ. τοῦ ἀριθμοῦ the natural series of numbers, Nicom.Ar.1.9.

Greek (Liddell-Scott)

ὕφος: [ῠ], εος, τό, ὡς τὸ ὑφή, ὕφασμα, Φερεκράτ. ἐν Ἀδηλ. 59 (ἔνθα ἴδε Meineke), ἐν λεπτοπήνοις ὕφεσιν ἑστώσας, οἵας Ἠριδανὸς ἁγνοῖς ὕδασι κηπεύει κόρας Εὔβουλος ἐν «Ναννίῳ» 1, (πρβλ. ὑμήν), Στράβ. 446, Πλούτ., κλπ.· ἐπὶ ἀράχνης, Διοσκ. 2. 68· ― ἐπὶ δικτύου, Ἀνθ. Π. 9. 370. 2) μεταφορ., τὸ ὕφος τῶν λόγων Λογγῖνος 1. 4, πρβλ. Ρήτορας (Walz) τ. 3, 137· ― ἐπὶ τοῦ κειμένου συγγραφέως, Γαλην. τ. 9, σ. 250· τὸ σῶμα καὶ τὸ ὕφος τῆς προφητείας Κλήμ. Ἀλ. 891.

French (Bailly abrégé)

ion. -εος, att. -ους (τό) :
1 tissu ; particul. toile d’araignée ; filet;
2 texte d’un ouvrage.
Étymologie: ὑφαίνω.