εὐάρμοστος: Difference between revisions

From LSJ

οὕτως ἔσονται οἱ ἔσχατοι πρῶτοι καὶ οἱ πρῶτοι ἔσχατοι· πολλοὶ γάρ εἰσι κλητοί, ὀλίγοι δὲ ἐκλεκτοί → so the last shall be first and the first last for many be called but few chosen

Source
(6_15)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''εὐάρμοστος''': -ον, ([[ἁρμόζω]]) [[καλῶς]] ἡρμοσμένος, [[ἁρμονικός]], κάλαμοι Εὐρ. Ἠλ. 702· [[μέλος]], [[ὄνομα]] Πλάτ. Νόμ. 655Α, Κρατ. 405Α. ΙΙ. ἐπὶ ἀνθρώπων, ὁ [[καλῶς]] συμμορφούμενος εἴς τι, [[ἁρμόδιος]], [[ἐπιτήδειος]], πρὸς ἅπαντα Ἰσοκρ. 239C· εὐάρμ. ἑαυτὸν ἐν πᾶσι παρέχειν Πλάτ. Πολ. 413Ε· - Συγκριτ. καὶ Ὑπερθετ. Πλάτ. Πρωτ. 326Β, Πολ. 412Α· τὸ εὐάρμ. = [[εὐαρμοστία]], ὁ αὐτ. ἐν Θεαιτ. 178D· - Ἐπίρρ., εὐαρμόστως ἔχειν [[πρός]] τι Ἰσοκρ. 223Ε.
|lstext='''εὐάρμοστος''': -ον, ([[ἁρμόζω]]) [[καλῶς]] ἡρμοσμένος, [[ἁρμονικός]], κάλαμοι Εὐρ. Ἠλ. 702· [[μέλος]], [[ὄνομα]] Πλάτ. Νόμ. 655Α, Κρατ. 405Α. ΙΙ. ἐπὶ ἀνθρώπων, ὁ [[καλῶς]] συμμορφούμενος εἴς τι, [[ἁρμόδιος]], [[ἐπιτήδειος]], πρὸς ἅπαντα Ἰσοκρ. 239C· εὐάρμ. ἑαυτὸν ἐν πᾶσι παρέχειν Πλάτ. Πολ. 413Ε· - Συγκριτ. καὶ Ὑπερθετ. Πλάτ. Πρωτ. 326Β, Πολ. 412Α· τὸ εὐάρμ. = [[εὐαρμοστία]], ὁ αὐτ. ἐν Θεαιτ. 178D· - Ἐπίρρ., εὐαρμόστως ἔχειν [[πρός]] τι Ἰσοκρ. 223Ε.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />bien ajusté, qui s’accorde bien, harmonieux ; [[πρός]] [[τι]], τινι qui se plie <i>ou</i> se prête facilement à qch;<br /><i>Cp.</i> εὐαρμοστότερος, <i>Sp.</i> εὐαρμοστότατος.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[ἁρμόττω]].
}}
}}

Revision as of 19:32, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐάρμοστος Medium diacritics: εὐάρμοστος Low diacritics: ευάρμοστος Capitals: ΕΥΑΡΜΟΣΤΟΣ
Transliteration A: euármostos Transliteration B: euarmostos Transliteration C: evarmostos Beta Code: eu)a/rmostos

English (LSJ)

ον, (ἁρμόζω)

   A well-joined, harmonious, κάλαμοι E.El.702 (lyr.); μέλος, ὄνομα, Pl.Lg.655a, Cra.405a.    II of men, well-tempered, Hp.Epid. 2.6.1; accommodating, harmonious, πρὸς ἅπαντα τὴν ἕξιν τῆς ψυχῆς εὐ. ἔχειν Isoc.12.32; εὐ. ἑαυτὸν ἐν πᾶσι παρέχων Pl.R.413e: Comp. and Sup., Id.Prt.326b, R.412a; τὸ εὐ., = εὐαρμοστία, Ph.1.5. Adv. -τως, ἔχειν πρός τι Isoc.11.12, cf. Ruf. ap. Orib.7.26.135; ἀπηκριβῶσθαι Ph.1.33.

German (Pape)

[Seite 1057] gut gefügt, κάλαμοι Eur. El. 702; schön componirt, Arist. Eth. eudem. 3, 2; wohl passend, sich gut fügend, schickend, ὄνομα, μέλος, σχῆμα, Plat. Crat. 405 a Legg. II, 655 a; ἑαυτὸν ἐν πᾶσι παρέχειν, sich in Alles schicken, Rep. III, 413 e; πρός τι, Isocr. 12, 32; Pol. 21, 5, 5 u. Sp. – Adv., εὐαρμόστως ἔχειν πρός τι, Isocr. 11, 12.

Greek (Liddell-Scott)

εὐάρμοστος: -ον, (ἁρμόζω) καλῶς ἡρμοσμένος, ἁρμονικός, κάλαμοι Εὐρ. Ἠλ. 702· μέλος, ὄνομα Πλάτ. Νόμ. 655Α, Κρατ. 405Α. ΙΙ. ἐπὶ ἀνθρώπων, ὁ καλῶς συμμορφούμενος εἴς τι, ἁρμόδιος, ἐπιτήδειος, πρὸς ἅπαντα Ἰσοκρ. 239C· εὐάρμ. ἑαυτὸν ἐν πᾶσι παρέχειν Πλάτ. Πολ. 413Ε· - Συγκριτ. καὶ Ὑπερθετ. Πλάτ. Πρωτ. 326Β, Πολ. 412Α· τὸ εὐάρμ. = εὐαρμοστία, ὁ αὐτ. ἐν Θεαιτ. 178D· - Ἐπίρρ., εὐαρμόστως ἔχειν πρός τι Ἰσοκρ. 223Ε.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
bien ajusté, qui s’accorde bien, harmonieux ; πρός τι, τινι qui se plie ou se prête facilement à qch;
Cp. εὐαρμοστότερος, Sp. εὐαρμοστότατος.
Étymologie: εὖ, ἁρμόττω.