ἐπαναπνέω: Difference between revisions

From LSJ

Εὐδαίμονες οἷσι κακῶν ἄγευστος αἰών → Blessed are those whose lives have no taste of suffering

Sophocles, Antigone, 583
(6_13a)
(13)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπαναπνέω''': μέλλ. -πνεύσομαι, ἀνακτῶμαι τὴν ἀναπνοήν μου, ᾤετο ἐκ τοῦ ἐμέτου ἐπαναπνεῖν, καὶ ἐπανέπνει Ἱππ. 1234D.
|lstext='''ἐπαναπνέω''': μέλλ. -πνεύσομαι, ἀνακτῶμαι τὴν ἀναπνοήν μου, ᾤετο ἐκ τοῦ ἐμέτου ἐπαναπνεῖν, καὶ ἐπανέπνει Ἱππ. 1234D.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐπαναπνέω]] (Α)<br />έχω [[διπλή]], διακεκομμένη [[αναπνοή]] («ἐπανέπνει ἔστι δ' ὅτε διπλόον», Ιπποκρ.).
}}
}}

Revision as of 07:10, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπαναπνέω Medium diacritics: ἐπαναπνέω Low diacritics: επαναπνέω Capitals: ΕΠΑΝΑΠΝΕΩ
Transliteration A: epanapnéō Transliteration B: epanapneō Transliteration C: epanapneo Beta Code: e)panapne/w

English (LSJ)

   A have a double inspiration (cf. ἐπανάκλησις 11), ἐ. διπλόον Hp.Epid.7.92.

German (Pape)

[Seite 900] (s. πνέω), wieder aufathmen, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπαναπνέω: μέλλ. -πνεύσομαι, ἀνακτῶμαι τὴν ἀναπνοήν μου, ᾤετο ἐκ τοῦ ἐμέτου ἐπαναπνεῖν, καὶ ἐπανέπνει Ἱππ. 1234D.

Greek Monolingual

ἐπαναπνέω (Α)
έχω διπλή, διακεκομμένη αναπνοή («ἐπανέπνει ἔστι δ' ὅτε διπλόον», Ιπποκρ.).