σκευάριον: Difference between revisions
Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → But for extreme illnesses, extreme remedies, applied with severe exactitude, are the best (Hippocrates, Aphorism 6)
(6_22) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σκευάριον''': τό, ὑποκορ. Ι. τοῦ [[σκεῦος]], μικρὸν [[σκεῦος]] ἢ [[ἀγγεῖον]], ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., Ἀριστοφ. Ἀχ. 451, Βάτρ. 172, Πλ. 809, κ. ἀλλ.· ἐν τῷ ἑνικῷ, [[αὐτόθι]] 1139. 2) ὄργανα παιγνιδίου, Αἰσχίν. 9. 8. ΙΙ. τοῦ [[σκευή]], μικρὸν [[ἔνδυμα]], Πλάτ. Ἀλκ. 1. 113Ε. | |lstext='''σκευάριον''': τό, ὑποκορ. Ι. τοῦ [[σκεῦος]], μικρὸν [[σκεῦος]] ἢ [[ἀγγεῖον]], ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., Ἀριστοφ. Ἀχ. 451, Βάτρ. 172, Πλ. 809, κ. ἀλλ.· ἐν τῷ ἑνικῷ, [[αὐτόθι]] 1139. 2) ὄργανα παιγνιδίου, Αἰσχίν. 9. 8. ΙΙ. τοῦ [[σκευή]], μικρὸν [[ἔνδυμα]], Πλάτ. Ἀλκ. 1. 113Ε. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (τό) :<br />petit meuble ; τὰ σκευάρια petit mobilier.<br />'''Étymologie:''' [[σκευή]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:09, 9 August 2017
English (LSJ)
τό, Dim. I (σκεῦος) small vessel or utensil, mostly in pl., Ar.Ach.451, Ra.172, Pl.809, Pl.Com.121, etc.: sg., Ar.Pl. 1139. 2 implements of gaming, Aeschin.1.59. II (σκευή) paltry garment, Pl.Alc.1.113e.
German (Pape)
[Seite 893] τό, dim. von σκεῦος und σκευή, bes. Kleidung, Ar. Pax 201 Plut. 809. 839 u. öfter; Plat. Alc. I, 113 e; übh. Möbeln, Aesch. 1, 59; Diphil. bei Poll. 10, 12.
Greek (Liddell-Scott)
σκευάριον: τό, ὑποκορ. Ι. τοῦ σκεῦος, μικρὸν σκεῦος ἢ ἀγγεῖον, ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., Ἀριστοφ. Ἀχ. 451, Βάτρ. 172, Πλ. 809, κ. ἀλλ.· ἐν τῷ ἑνικῷ, αὐτόθι 1139. 2) ὄργανα παιγνιδίου, Αἰσχίν. 9. 8. ΙΙ. τοῦ σκευή, μικρὸν ἔνδυμα, Πλάτ. Ἀλκ. 1. 113Ε.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
petit meuble ; τὰ σκευάρια petit mobilier.
Étymologie: σκευή.