παραλληλίζω: Difference between revisions
From LSJ
ἡμῶν δ' ὅσα καὶ τὰ σώματ' ἐστὶ τὸν ἀριθμὸν καθ' ἑνός, τοσούτους ἔστι καὶ τρόπους ἰδεῖν → whatever number of persons there are, the same will be found the number of minds and of characters
(6_6) |
(31) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''παραλληλίζω''': ἐπὶ παραθέσεως, [[ἤτοι]] συγκρίσεως, [[τίθημι]] δύο πράγματα [[ἐγγὺς]] [[ἀλλήλων]] καὶ [[συγκρίνω]] αὐτά, Εὐστ. 505. 43, κτλ. | |lstext='''παραλληλίζω''': ἐπὶ παραθέσεως, [[ἤτοι]] συγκρίσεως, [[τίθημι]] δύο πράγματα [[ἐγγὺς]] [[ἀλλήλων]] καὶ [[συγκρίνω]] αὐτά, Εὐστ. 505. 43, κτλ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ΝΜ [[παράλληλος]]<br />[[θέτω]], [[τοποθετώ]] πράγματα [[κατά]] τρόπο ώστε να [[είναι]] παράλληλα [[μεταξύ]] τους<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> [[παραβάλλω]] δύο ή περισσότερα πράγματα προκειμένου να εντοπίσω τις [[μεταξύ]] τους ομοιότητες ή διαφορές, [[συγκρίνω]]<br /><b>2.</b> [[παρομοιάζω]]<br /><b>3.</b> <b>γεωγρ.</b> [[προσανατολίζω]] [[χάρτη]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:14, 29 September 2017
English (LSJ)
A place side by side, λέξεις ἰσοδυνάμους Id.437.29, cf. 1539.58.
German (Pape)
[Seite 488] neben einander od. gegen einander über stellen, auch vergleichen, Sp., bes. Gramm.
Greek (Liddell-Scott)
παραλληλίζω: ἐπὶ παραθέσεως, ἤτοι συγκρίσεως, τίθημι δύο πράγματα ἐγγὺς ἀλλήλων καὶ συγκρίνω αὐτά, Εὐστ. 505. 43, κτλ.
Greek Monolingual
ΝΜ παράλληλος
θέτω, τοποθετώ πράγματα κατά τρόπο ώστε να είναι παράλληλα μεταξύ τους
νεοελλ.
1. μτφ. παραβάλλω δύο ή περισσότερα πράγματα προκειμένου να εντοπίσω τις μεταξύ τους ομοιότητες ή διαφορές, συγκρίνω
2. παρομοιάζω
3. γεωγρ. προσανατολίζω χάρτη.